ἀντερωτάω: Difference between revisions
ἀλλ' εἰ μὲν ἁγνόν ἐστί σοι Πειθοῦς σέβας, γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θελκτήριον → but if you have holy reverence for Persuasion, the sweetness and charm of my tongue
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0247.png Seite 247]] dagegen fragen; eine Frage erwidern, Plat. Euthyd. 295 b; Plut. u. a. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0247.png Seite 247]] dagegen fragen; eine Frage erwidern, Plat. Euthyd. 295 b; Plut. u. a. Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />interroger à son tour.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ἐρωτάω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀντερωτάω''': ὡς καὶ νῦν, ἐρωτώμενος ἀντερωτᾶν Πλάτ. Εὐθύδ. 295Β· πρβλ. Πλουτ. Κορ. 18. Ἐντεῦθεν, ῥηματ. ἐπίθ. ἀντερωτητέον, δεῖ ἀντερωτᾶν, τινά τι Κλήμ. Ἀλ. 919: - καὶ ἐπίρρ. ἀντερωτηματικῶς, κατ’ ἀντερώτησιν, ἐκ τοῦ Θεοδ. Στουδ. | |lstext='''ἀντερωτάω''': ὡς καὶ νῦν, ἐρωτώμενος ἀντερωτᾶν Πλάτ. Εὐθύδ. 295Β· πρβλ. Πλουτ. Κορ. 18. Ἐντεῦθεν, ῥηματ. ἐπίθ. ἀντερωτητέον, δεῖ ἀντερωτᾶν, τινά τι Κλήμ. Ἀλ. 919: - καὶ ἐπίρρ. ἀντερωτηματικῶς, κατ’ ἀντερώτησιν, ἐκ τοῦ Θεοδ. Στουδ. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 13:04, 2 October 2022
English (LSJ)
question in turn, ἐρωτώμενος ἀντερωτᾷς; Pl.Euthd. 295b, cf. Aeschin.3.226, Aen.Tact.24.16, Plu.Cor.18.
Spanish (DGE)
1 preguntar a su vez ἐρωτώμενος ἀντερωτᾷς; Pl.Euthd.295b, σαυτὸν δ' οὐκ ἀντερωτᾷ τίς ἂν εἴη Aeschin.3.226, ἐκείνων δὲ πάλιν ἀτερωτώντων Plu.Cor.18, ἀντηρώτησε «τίνι με δεῖ εἰπεῖν» ...; Plu.2.236d, ὑπὲρ τοῦ μὴ ἀντιλογῆσαι ἀντηρώτησεν Origenes Comm.in Mt.17.1
•en v. pas. ἀντερωτηθεὶς (ἀποκρίνεται) Ποσειδῶν Aen.Tact.24.16.
2 argumentar en contra, refutar πάρεστι δὲ ... καὶ τὰς ἄλλας ἀπορίας τὸν ἀντερωτῶντα ... προσάγειν S.E.M.7.435.
German (Pape)
[Seite 247] dagegen fragen; eine Frage erwidern, Plat. Euthyd. 295 b; Plut. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
interroger à son tour.
Étymologie: ἀντί, ἐρωτάω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντερωτάω: ὡς καὶ νῦν, ἐρωτώμενος ἀντερωτᾶν Πλάτ. Εὐθύδ. 295Β· πρβλ. Πλουτ. Κορ. 18. Ἐντεῦθεν, ῥηματ. ἐπίθ. ἀντερωτητέον, δεῖ ἀντερωτᾶν, τινά τι Κλήμ. Ἀλ. 919: - καὶ ἐπίρρ. ἀντερωτηματικῶς, κατ’ ἀντερώτησιν, ἐκ τοῦ Θεοδ. Στουδ.
Greek Monotonic
ἀντερωτάω: μέλ. -ήσω, ρωτώ με τη σειρά μου, ἐρωτώμενος ἀντερωτᾶν, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντερωτάω: спрашивать в свою очередь Plut.: ἐρωτώμενος ἀ. Plat. на вопрос отвечать вопросом.