ἀποδυτήριον: Difference between revisions

From LSJ

ἐπ' αὐτὸν ἐπενθρῴσκει πυρὶ καὶ στεροπαῖς ὁ Διὸς γενέτας, δειναὶ δ' ἅμ᾽ ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → the son of Zeus is springing upon him with fiery lightning, and with him come the dread unerring Fates

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ου, τό<br />[[habitación para desnudarse]], [[vestuario]] en los baños o palestra, X.<i>Ath</i>.2.10, Pl.<i>Euthd</i>.272e, <i>Ly</i>.206e, <i>SEG</i> 26.784.7 (Tracia II d.C.), Isid.<i>Etym</i>.15.2.42, Varro <i>RR</i> 2.2, <i>CIL</i> 10.3922, 14.2119, <i>Inscr.Phryg</i>.3.88.4.
|dgtxt=-ου, τό<br />[[habitación para desnudarse]], [[vestuario]] en los baños o palestra, X.<i>Ath</i>.2.10, Pl.<i>Euthd</i>.272e, <i>Ly</i>.206e, <i>SEG</i> 26.784.7 (Tracia II d.C.), Isid.<i>Etym</i>.15.2.42, Varro <i>RR</i> 2.2, <i>CIL</i> 10.3922, 14.2119, <i>Inscr.Phryg</i>.3.88.4.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />vestiaire pour se déshabiller au bain.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποδύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποδῠτήριον''': τό, [[δωμάτιον]] ἐν τῷ βαλανείῳ [[ἔνθα]] ἀπεδύοντο οἱ μέλλοντες νὰ λουθῶσιν, Ξεν. Ἀθην. 2. 10, Πλάτ. Λύσ. 206Ε, κτλ.· ἐν τῇ παλαίστρᾳ, ὁ αὐτ. Εὐθύδ. 272Ε: - οὕτω καὶ ἀπόδυτον, τό, Νικητ. Χρον. 97D: - ἀπόδῠτον, τό, [[μέρος]] [[ἔνθα]] οἱ κληρικοὶ ἀποδύονται τὰς στολὰς αὑτῶν, Ἐκκλ.
|lstext='''ἀποδῠτήριον''': τό, [[δωμάτιον]] ἐν τῷ βαλανείῳ [[ἔνθα]] ἀπεδύοντο οἱ μέλλοντες νὰ λουθῶσιν, Ξεν. Ἀθην. 2. 10, Πλάτ. Λύσ. 206Ε, κτλ.· ἐν τῇ παλαίστρᾳ, ὁ αὐτ. Εὐθύδ. 272Ε: - οὕτω καὶ ἀπόδυτον, τό, Νικητ. Χρον. 97D: - ἀπόδῠτον, τό, [[μέρος]] [[ἔνθα]] οἱ κληρικοὶ ἀποδύονται τὰς στολὰς αὑτῶν, Ἐκκλ.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />vestiaire pour se déshabiller au bain.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποδύω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 13:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδῠτήριον Medium diacritics: ἀποδυτήριον Low diacritics: αποδυτήριον Capitals: ΑΠΟΔΥΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: apodytḗrion Transliteration B: apodytērion Transliteration C: apodytirion Beta Code: a)poduth/rion

English (LSJ)

τό, undressing room in the bath, X.Ath.2.10, Pl.Ly.206e, etc.; in the palaestra, Id.Euthd.272e.

Spanish (DGE)

-ου, τό
habitación para desnudarse, vestuario en los baños o palestra, X.Ath.2.10, Pl.Euthd.272e, Ly.206e, SEG 26.784.7 (Tracia II d.C.), Isid.Etym.15.2.42, Varro RR 2.2, CIL 10.3922, 14.2119, Inscr.Phryg.3.88.4.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
vestiaire pour se déshabiller au bain.
Étymologie: ἀποδύω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδῠτήριον: τό, δωμάτιον ἐν τῷ βαλανείῳ ἔνθα ἀπεδύοντο οἱ μέλλοντες νὰ λουθῶσιν, Ξεν. Ἀθην. 2. 10, Πλάτ. Λύσ. 206Ε, κτλ.· ἐν τῇ παλαίστρᾳ, ὁ αὐτ. Εὐθύδ. 272Ε: - οὕτω καὶ ἀπόδυτον, τό, Νικητ. Χρον. 97D: - ἀπόδῠτον, τό, μέρος ἔνθα οἱ κληρικοὶ ἀποδύονται τὰς στολὰς αὑτῶν, Ἐκκλ.

Greek Monotonic

ἀποδῠτήριον: τό, δωμάτιο στα δημόσια λουτρά όπου έβγαζαν τα ρούχα τους αυτοί που πήγαιναν για λουτρό, σε Πλάτ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀποδῠτήριον: τό комната для раздевания (в бане или палестре) Xen., Plat.

Middle Liddell

[from ἀποδύω
an undressing room, Plat., Xen.

English (Woodhouse)

at the public baths

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)