ἀργύρειος: Difference between revisions

From LSJ

Γῆ πάντα τίκτει καὶ πάλιν κομίζεται → Tellus ut edit, ita resorbet omnia → Die Erde alles gebiert und wieder in sich birgt

Menander, Monostichoi, 89
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἀργυρεῖος Isoc.8.117; v. tb. [[ἀργύριος]]<br /><b class="num">1</b> [[de plata]] ἀργύρεια μέταλλα minas de plata</i> Th.2.55, 6.91, Thphr.<i>Lap</i>.51, Plb.10.10.11, Plu.<i>Them</i>.4, Poll.3.87, 7.98, Sud.s.u. ἀγράφου μετάλλου, ἀργύρεια ἔργα minas de plata</i> D.8.45, 21.167, 42.18, X.<i>Vect</i>.4.5<br /><b class="num">•</b>subst. τὰ ἀργύρεια [[minas de plata]] Aeschin.1.101, Isoc.l.c., X.<i>Mem</i>.2.5.2, 3.6.12, <i>Vect</i>.4.1, Plb.3.57.3, Thphr.<i>Lap</i>.59, Str.3.2.9, Alciphr.4.9.2, Polyaen.1.30.6.<br /><b class="num">2</b> subst. τὰ ἀργύρεια [[reservas de plata]] πόλιν κεκτημένην χρύσεια καὶ ἀργύρεια Pl.<i>Lg</i>.742d.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἀργυρεῖος Isoc.8.117; v. tb. [[ἀργύριος]]<br /><b class="num">1</b> [[de plata]] ἀργύρεια μέταλλα minas de plata</i> Th.2.55, 6.91, Thphr.<i>Lap</i>.51, Plb.10.10.11, Plu.<i>Them</i>.4, Poll.3.87, 7.98, Sud.s.u. ἀγράφου μετάλλου, ἀργύρεια ἔργα minas de plata</i> D.8.45, 21.167, 42.18, X.<i>Vect</i>.4.5<br /><b class="num">•</b>subst. τὰ ἀργύρεια [[minas de plata]] Aeschin.1.101, Isoc.l.c., X.<i>Mem</i>.2.5.2, 3.6.12, <i>Vect</i>.4.1, Plb.3.57.3, Thphr.<i>Lap</i>.59, Str.3.2.9, Alciphr.4.9.2, Polyaen.1.30.6.<br /><b class="num">2</b> subst. τὰ ἀργύρεια [[reservas de plata]] πόλιν κεκτημένην χρύσεια καὶ ἀργύρεια Pl.<i>Lg</i>.742d.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />qui concerne l'extraction de l'argent ; ἀργύρεια ἔργα <i>ou</i> μέταλλα, <i>ou simpl.</i> τὰ ἀργύρεια mines d'argent.<br />'''Étymologie:''' [[ἄργυρος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀργύρειος''': [ῠ], -ον, = [[ἀργύρεος]], ἀργύρεια μέταλλα, μεταλλεῖα ἀργύρου, Θουκ. 2. 55., 6. 91· οὕτω, τὰ ἀργύρεια (ὁ Κῶδιξ ἔχει ἀργύρια) ἔργα Ξεν. Πόρ. 4. 5· τὰ ἔργα τὰ ἀργύρεια Δημ. 588. 17· καὶ μόνον τὰ ἀργύρεια Ξεν. Ἀπομν. 2. 5, 2, Αἰσχίν. 14. 27. 2) = ἀργυροῦς, «[[ἀργύρειος]] σταυρὸς» Ἡρωδ. Ἐπιμ. σ. 172, «[[ἀργύρειος]] στατὴρ» Σουΐδ. ἐν λέξει, Πλουτ. Κίμ. 10.
|lstext='''ἀργύρειος''': [ῠ], -ον, = [[ἀργύρεος]], ἀργύρεια μέταλλα, μεταλλεῖα ἀργύρου, Θουκ. 2. 55., 6. 91· οὕτω, τὰ ἀργύρεια (ὁ Κῶδιξ ἔχει ἀργύρια) ἔργα Ξεν. Πόρ. 4. 5· τὰ ἔργα τὰ ἀργύρεια Δημ. 588. 17· καὶ μόνον τὰ ἀργύρεια Ξεν. Ἀπομν. 2. 5, 2, Αἰσχίν. 14. 27. 2) = ἀργυροῦς, «[[ἀργύρειος]] σταυρὸς» Ἡρωδ. Ἐπιμ. σ. 172, «[[ἀργύρειος]] στατὴρ» Σουΐδ. ἐν λέξει, Πλουτ. Κίμ. 10.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />qui concerne l'extraction de l'argent ; ἀργύρεια ἔργα <i>ou</i> μέταλλα, <i>ou simpl.</i> τὰ ἀργύρεια mines d'argent.<br />'''Étymologie:''' [[ἄργυρος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργῠρειος Medium diacritics: ἀργύρειος Low diacritics: αργύρειος Capitals: ΑΡΓΥΡΕΙΟΣ
Transliteration A: argýreios Transliteration B: argyreios Transliteration C: argyreios Beta Code: a)rgu/reios

English (LSJ)

ον, = ἀργύρεος, ἀργύρεια μέταλλα silver-mines, Th.2.55,6.91; τὰ ἀ. ἔργα X.Vect.4.5; τὰ ἔργα τὰ ἀ. D.21.167; τὰ ἀ. alone, X.Mem.2.5.2, Aeschin.1.101, Pl.Lg.742d.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): ἀργυρεῖος Isoc.8.117; v. tb. ἀργύριος
1 de plata ἀργύρεια μέταλλα minas de plata Th.2.55, 6.91, Thphr.Lap.51, Plb.10.10.11, Plu.Them.4, Poll.3.87, 7.98, Sud.s.u. ἀγράφου μετάλλου, ἀργύρεια ἔργα minas de plata D.8.45, 21.167, 42.18, X.Vect.4.5
subst. τὰ ἀργύρεια minas de plata Aeschin.1.101, Isoc.l.c., X.Mem.2.5.2, 3.6.12, Vect.4.1, Plb.3.57.3, Thphr.Lap.59, Str.3.2.9, Alciphr.4.9.2, Polyaen.1.30.6.
2 subst. τὰ ἀργύρεια reservas de plata πόλιν κεκτημένην χρύσεια καὶ ἀργύρεια Pl.Lg.742d.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui concerne l'extraction de l'argent ; ἀργύρεια ἔργα ou μέταλλα, ou simpl. τὰ ἀργύρεια mines d'argent.
Étymologie: ἄργυρος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀργύρειος: [ῠ], -ον, = ἀργύρεος, ἀργύρεια μέταλλα, μεταλλεῖα ἀργύρου, Θουκ. 2. 55., 6. 91· οὕτω, τὰ ἀργύρεια (ὁ Κῶδιξ ἔχει ἀργύρια) ἔργα Ξεν. Πόρ. 4. 5· τὰ ἔργα τὰ ἀργύρεια Δημ. 588. 17· καὶ μόνον τὰ ἀργύρεια Ξεν. Ἀπομν. 2. 5, 2, Αἰσχίν. 14. 27. 2) = ἀργυροῦς, «ἀργύρειος σταυρὸς» Ἡρωδ. Ἐπιμ. σ. 172, «ἀργύρειος στατὴρ» Σουΐδ. ἐν λέξει, Πλουτ. Κίμ. 10.

Greek Monolingual

ἀργύρειος, -ον (Α) άργυρος
1. αργυρός
2. φρ. «αργύρεια μέταλλα» — μεταλλεία αργύρου.

Greek Monotonic

ἀργύρειος: [ῠ], -ον, = ἀργύρεος, ἀργύρεια μέταλλα, μεταλλεία αργύρου, σε Θουκ.· ή τὰ ἀργύρεια μόνο, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀργύρειος: (ῠ) серебряный: только в выраж. ἀργύρεια μέταλλα Thuc., Polyb. и ἔργα Xen., Dem. серебряные рудники.

Middle Liddell

= ἀργύρεος
ἀργύρεια μέταλλα silver mines, Thuc.; or τὰ ἀργύρεια alone, Xen.