ἀτρύπητος: Difference between revisions
Βραδὺς πρὸς ὀργὴν ἐγκρατὴς φέρειν γενοῦ → Ad iram tardus devita impotentiam → Sei zögerlich im Zorn, ertrage ihn mit Macht
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0389.png Seite 389]] = [[ἄτρητος]], οὖς, Plut. Cic. 26. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0389.png Seite 389]] = [[ἄτρητος]], οὖς, Plut. Cic. 26. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />non percé.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[τρυπάω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀτρύπητος''': [ῡ], -ον, = ἄτρητος, ψῆφοι ἀτρύπητοι ἀντίθετον τῷ τετρυπημέναι, Ἀριστ. Ἀποσπ. 424· τὸ οὖς ἔχειν ἀτρύπητον Πλουτ. Κικ. 26., 2. 205Β. | |lstext='''ἀτρύπητος''': [ῡ], -ον, = ἄτρητος, ψῆφοι ἀτρύπητοι ἀντίθετον τῷ τετρυπημέναι, Ἀριστ. Ἀποσπ. 424· τὸ οὖς ἔχειν ἀτρύπητον Πλουτ. Κικ. 26., 2. 205Β. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:50, 2 October 2022
English (LSJ)
[ῡ], ον, = ἄτρητος, τὸ οὖς ἔχειν ἀ. Plu.Cic.26, 2.205b.
Spanish (DGE)
-ον
no agujereado, no perforado del lóbulo de la oreja καὶ μὴν οὐκ ἔχεις ... τὸ οὖς ἀτρύπητον Plu.Cic.26, 2.205b
•ψῆφος ἀ. voto no agujereado e.d. voto de no culpabilidad op. τετρυπημένα ψῆφος Lindos 410.3.6 (I d.C.), Fauorin.de Ex.21.55, Poll.8.123, Phot.s.u. τετρυπημένη ψῆφος.
German (Pape)
[Seite 389] = ἄτρητος, οὖς, Plut. Cic. 26.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non percé.
Étymologie: ἀ, τρυπάω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτρύπητος: [ῡ], -ον, = ἄτρητος, ψῆφοι ἀτρύπητοι ἀντίθετον τῷ τετρυπημέναι, Ἀριστ. Ἀποσπ. 424· τὸ οὖς ἔχειν ἀτρύπητον Πλουτ. Κικ. 26., 2. 205Β.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀτρύπητος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει τρυπηθεί ή αυτός που δεν έχει τρύπα, αδιάτρητος
2. αυτός που δεν επιδέχεται τρύπημα.
Russian (Dvoretsky)
ἀτρύπητος: (ῡ) Arst., Plut. = ἄτρητος 1.