ἑκατοντούτης: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt

Menander, Monostichoi, 445
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0753.png Seite 753]] zsgzgn aus [[ἑκατονταέτης]], ὁ, hundertjährig, Luc. Macrob. 14.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0753.png Seite 753]] zsgzgn aus [[ἑκατονταέτης]], ὁ, hundertjährig, Luc. Macrob. 14.
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />de cent ans, séculaire.<br />'''Étymologie:''' [[ἑκατόν]], [[ἔτος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑκατοντούτης''': -ου, συνῃρ. ἀντὶ [[ἑκατονταετής]], Λουκ. Μακρόβ. 14· θηλ. ἑκατοντοῦτις, -ιδος, Ἀθήν. 697F.
|lstext='''ἑκατοντούτης''': -ου, συνῃρ. ἀντὶ [[ἑκατονταετής]], Λουκ. Μακρόβ. 14· θηλ. ἑκατοντοῦτις, -ιδος, Ἀθήν. 697F.
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />de cent ans, séculaire.<br />'''Étymologie:''' [[ἑκατόν]], [[ἔτος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 15:50, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑκᾰτοντούτης Medium diacritics: ἑκατοντούτης Low diacritics: εκατοντούτης Capitals: ΕΚΑΤΟΝΤΟΥΤΗΣ
Transliteration A: hekatontoútēs Transliteration B: hekatontoutēs Transliteration C: ekatontoytis Beta Code: e(katontou/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, contr. for ἑκατονταέτης, Luc.Macr. 14:—fem. ἑκᾰτοντ-οῦτις, ιδος, Ath.15.697e.

Spanish (DGE)

-ου
de cien años ἑ. γενόμενος al llegar a los cien años Luc.Macr.14, cf. Philostr.VA 1.14, Hippol.Haer.10.30.3.

German (Pape)

[Seite 753] zsgzgn aus ἑκατονταέτης, ὁ, hundertjährig, Luc. Macrob. 14.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
de cent ans, séculaire.
Étymologie: ἑκατόν, ἔτος.

Greek (Liddell-Scott)

ἑκατοντούτης: -ου, συνῃρ. ἀντὶ ἑκατονταετής, Λουκ. Μακρόβ. 14· θηλ. ἑκατοντοῦτις, -ιδος, Ἀθήν. 697F.

Greek Monolingual

ο (θηλ. εκατοντούτις) (Α ἑκατοντούτης, θηλ. ἑκατοντοῦτις)
αυτός που έχει ηλικία εκατό χρόνων.

Greek Monotonic

ἑκᾰτοντούτης: -ου, ὁ, συνηρ. αντί ἑκατονταετής, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἑκατοντούτης: Pind. = ἑκατονταέτης.

Middle Liddell

ἑκᾰτοντ-ούτης, ου, [contr. for ἑκατονταετής, Luc.]