ὁλόχρυσος: Difference between revisions

From LSJ

τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0328.png Seite 328]] ganz golden; Ath. VI, 259 d; Plut. X oratt. g. E.; Luc. Saturn. 8.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0328.png Seite 328]] ganz golden; Ath. VI, 259 d; Plut. X oratt. g. E.; Luc. Saturn. 8.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />tout en or.<br />'''Étymologie:''' ὅλός, [[χρυσός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁλόχρῡσος''': -ον, ὁ [[ὅλος]] ἐκ χρυσοῦ, Ἀντιφάν. ἐν «Χρυσίδι» 1. 5, Πλούτ. 2. 852Β, Ἀθήν. 202Β.
|lstext='''ὁλόχρῡσος''': -ον, ὁ [[ὅλος]] ἐκ χρυσοῦ, Ἀντιφάν. ἐν «Χρυσίδι» 1. 5, Πλούτ. 2. 852Β, Ἀθήν. 202Β.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />tout en or.<br />'''Étymologie:''' ὅλός, [[χρυσός]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὁλόχρυσος]], -ον)<br />κατασκευασμένος εξ ολοκλήρου από καθαρό χρυσό («στέφανον [[ὁλόχρυσον]]», Μαλάλ. Ι.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[κατάξανθος]] («καὶ εἰς τὴν αὔραν κυματίζουν μαῡρα, ὁλόχρυσα μαλλιά», <b>Σολωμ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[ὁλόχρυσον]]<br />το [[φυτό]] αείζωον το μέγα.
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὁλόχρυσος]], -ον)<br />κατασκευασμένος εξ ολοκλήρου από καθαρό χρυσό («στέφανον [[ὁλόχρυσον]]», Μαλάλ. Ι.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[κατάξανθος]] («καὶ εἰς τὴν αὔραν κυματίζουν μαῡρα, ὁλόχρυσα μαλλιά», <b>Σολωμ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[ὁλόχρυσον]]<br />το [[φυτό]] αείζωον το μέγα.
}}
}}

Revision as of 17:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁλόχρῡσος Medium diacritics: ὁλόχρυσος Low diacritics: ολόχρυσος Capitals: ΟΛΟΧΡΥΣΟΣ
Transliteration A: holóchrysos Transliteration B: holochrysos Transliteration C: olochrysos Beta Code: o(lo/xrusos

English (LSJ)

ον, of solid gold, Antiph.224.5, Call. Iamb.1.130, Callix.2, Plu.2.852b : metaph., Phld.Rh.1.190 S.

German (Pape)

[Seite 328] ganz golden; Ath. VI, 259 d; Plut. X oratt. g. E.; Luc. Saturn. 8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout en or.
Étymologie: ὅλός, χρυσός.

Greek (Liddell-Scott)

ὁλόχρῡσος: -ον, ὁ ὅλος ἐκ χρυσοῦ, Ἀντιφάν. ἐν «Χρυσίδι» 1. 5, Πλούτ. 2. 852Β, Ἀθήν. 202Β.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ὁλόχρυσος, -ον)
κατασκευασμένος εξ ολοκλήρου από καθαρό χρυσό («στέφανον ὁλόχρυσον», Μαλάλ. Ι.)
νεοελλ.
μτφ. κατάξανθος («καὶ εἰς τὴν αὔραν κυματίζουν μαῡρα, ὁλόχρυσα μαλλιά», Σολωμ.)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁλόχρυσον
το φυτό αείζωον το μέγα.