ὑπολαμπής: Difference between revisions
οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος → there is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1223.png Seite 1223]] ές, darunter glänzend, durchschimmernd, ἠλέκτρῳ, Hes. Sc. 142; – etwas leuchtend, glänzend. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1223.png Seite 1223]] ές, darunter glänzend, durchschimmernd, ἠλέκτρῳ, Hes. Sc. 142; – etwas leuchtend, glänzend. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />qui jette une faible lueur.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπολάμπω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπολαμπής''': -ές, γεν. έος, ὁ λάμπων μὲ ἀμβλεῖαν λάμψιν, [[σάκος]]... ἠλέκτρῳ θ’ ὑπολαμπὲς ἔην, χρυσῷ τε φαεινῷ λαμπόμενον Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρακλ. 142. | |lstext='''ὑπολαμπής''': -ές, γεν. έος, ὁ λάμπων μὲ ἀμβλεῖαν λάμψιν, [[σάκος]]... ἠλέκτρῳ θ’ ὑπολαμπὲς ἔην, χρυσῷ τε φαεινῷ λαμπόμενον Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρακλ. 142. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:20, 2 October 2022
English (LSJ)
ές, shining with inferior lustre, σάκος . . ἠλέκτρῳθ' ὑπολαμπὲς ἔην, χρυσῷ τε φαεινῷ λαμπόμενον Hes.Sc.142.
German (Pape)
[Seite 1223] ές, darunter glänzend, durchschimmernd, ἠλέκτρῳ, Hes. Sc. 142; – etwas leuchtend, glänzend.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui jette une faible lueur.
Étymologie: ὑπολάμπω.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπολαμπής: -ές, γεν. έος, ὁ λάμπων μὲ ἀμβλεῖαν λάμψιν, σάκος... ἠλέκτρῳ θ’ ὑπολαμπὲς ἔην, χρυσῷ τε φαεινῷ λαμπόμενον Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρακλ. 142.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που λάμπει αμυδρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -λαμπής (< λάμπω), πρβλ. περι-λαμπής].
Greek Monotonic
ὑπολαμπής: -ές, αυτός που λάμπει, αστράφτει, γυαλίζει με υποτονικό φως, λάμψη, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπολαμπής: отсвечивающий (ἠλέκτρῳ Hes.).