κατερεύγω: Difference between revisions

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 5: Line 5:
|btext=vomir sur.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἐρεύγομαι]].
|btext=vomir sur.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἐρεύγομαι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κατερεύγω''': ἀόρ. -ἡρῠγον, [[ἐρεύγομαι]] ἐνώπιον ἢ ἐπί τινος, ὡς θερμὸν ἡ μιαρά τί μου κατήρυγεν, ὁ Σχολ. «κατέπνευσεν ὡς ἐπὶ τῶν κατὰ τροφὴν ἐρευγομένων», Ἀριστοφ. Σφ. 1151.
|elnltext=κατ-ερεύγω uitbraken over, met acc. en gen.: ὡς θερμόν... τί μου κατήρυγεν wat een hete zooi heeft zij over mij uitgebraakt! Aristoph. Ve. 1151.
}}
{{elru
|elrutext='''κατερεύγω:''' (aor. κατήρῠγον) изрыгать, тж. обдавать ([[θερμόν]] τινος Arph.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατερεύγω:''' αόρ. βʹ <i>-ήρῠγον</i>, [[ρεύομαι]] [[μπροστά]] σε κάποιον, <i>τινός</i>, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''κατερεύγω:''' αόρ. βʹ <i>-ήρῠγον</i>, [[ρεύομαι]] [[μπροστά]] σε κάποιον, <i>τινός</i>, σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κατερεύγω:''' (aor. κατήρῠγον) изрыгать, тж. обдавать ([[θερμόν]] τινος Arph.).
|lstext='''κατερεύγω''': ἀόρ. -ἡρῠγον, [[ἐρεύγομαι]] ἐνώπιον ἢ ἐπί τινος, ὡς θερμὸν ἡ μιαρά τί μου κατήρυγεν, ὁ Σχολ. «κατέπνευσεν ὡς ἐπὶ τῶν κατὰ τροφὴν ἐρευγομένων», Ἀριστοφ. Σφ. 1151.
}}
{{elnl
|elnltext=κατ-ερεύγω uitbraken over, met acc. en gen.: ὡς θερμόν... τί μου κατήρυγεν wat een hete zooi heeft zij over mij uitgebraakt! Aristoph. Ve. 1151.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=aor2 -ήρῠγον<br />to [[belch]] [[over]], τινός Ar.
|mdlsjtxt=aor2 -ήρῠγον<br />to [[belch]] [[over]], τινός Ar.
}}
}}

Revision as of 20:37, 2 October 2022

German (Pape)

[Seite 1397] anspeien, entgegenrülpsen, ὡς θερμὸν ἡ μιαρά τί μου κατήρυγεν Ar. Vesp. 1151.

French (Bailly abrégé)

vomir sur.
Étymologie: κατά, ἐρεύγομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-ερεύγω uitbraken over, met acc. en gen.: ὡς θερμόν... τί μου κατήρυγεν wat een hete zooi heeft zij over mij uitgebraakt! Aristoph. Ve. 1151.

Russian (Dvoretsky)

κατερεύγω: (aor. κατήρῠγον) изрыгать, тж. обдавать (θερμόν τινος Arph.).

Greek Monotonic

κατερεύγω: αόρ. βʹ -ήρῠγον, ρεύομαι μπροστά σε κάποιον, τινός, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κατερεύγω: ἀόρ. -ἡρῠγον, ἐρεύγομαι ἐνώπιον ἢ ἐπί τινος, ὡς θερμὸν ἡ μιαρά τί μου κατήρυγεν, ὁ Σχολ. «κατέπνευσεν ὡς ἐπὶ τῶν κατὰ τροφὴν ἐρευγομένων», Ἀριστοφ. Σφ. 1151.

Middle Liddell

aor2 -ήρῠγον
to belch over, τινός Ar.