πάνσεμνος: Difference between revisions

From LSJ

φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />tout à fait vénérable.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[σεμνός]].
|btext=ος, ον :<br />tout à fait vénérable.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[σεμνός]].
}}
{{elnl
|elnltext=πάνσεμνος -ον [πᾶς, σεμνός] zeer eerbiedwaardig.
}}
{{elru
|elrutext='''πάνσεμνος:''' [[глубоко почитаемый]] (μαθήματα Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πάνσεμνος:''' -ον, εξαιρετικά [[μεγαλοπρεπής]], σε Λουκ.
|lsmtext='''πάνσεμνος:''' -ον, εξαιρετικά [[μεγαλοπρεπής]], σε Λουκ.
}}
{{elnl
|elnltext=πάνσεμνος -ον [πᾶς, σεμνός] zeer eerbiedwaardig.
}}
{{elru
|elrutext='''πάνσεμνος:''' [[глубоко почитаемый]] (μαθήματα Luc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πάν-σεμνος, ον,<br />all-[[majestic]], Luc.
|mdlsjtxt=πάν-σεμνος, ον,<br />all-[[majestic]], Luc.
}}
}}

Revision as of 23:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάνσεμνος Medium diacritics: πάνσεμνος Low diacritics: πάνσεμνος Capitals: ΠΑΝΣΕΜΝΟΣ
Transliteration A: pánsemnos Transliteration B: pansemnos Transliteration C: pansemnos Beta Code: pa/nsemnos

English (LSJ)

ον, all-majestic, μαθήματα Luc.Vit.Auct.26, cf.Anach.9.

German (Pape)

[Seite 462] ganz, sehr ehrwürdig, Luc. Vit. auct. 26 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout à fait vénérable.
Étymologie: πᾶν, σεμνός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάνσεμνος -ον [πᾶς, σεμνός] zeer eerbiedwaardig.

Russian (Dvoretsky)

πάνσεμνος: глубоко почитаемый (μαθήματα Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

πάνσεμνος: -ον, ὁ πάνυ σεμνός, μεγαλοπρεπής, Λουκιαν. Βίων Πρᾶσις 26.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
μεγαλειώδης, μεγαλοπρεπής («πάνσεμνα φῂς καὶ ὀνησιφόρα τὰ μαθήματα», Λουκιαν.)
μσν.
πάρα πολύ σεμνός, υπόδειγμα σεμνότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + σεμνός «σεβαστός, μεγαλοπρεπής»].

Greek Monotonic

πάνσεμνος: -ον, εξαιρετικά μεγαλοπρεπής, σε Λουκ.

Middle Liddell

πάν-σεμνος, ον,
all-majestic, Luc.