αἰσχυντικός: Difference between revisions
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />qui cause de la honte.<br />'''Étymologie:''' [[αἰσχύνω]]. | |btext=ή, όν :<br />qui cause de la honte.<br />'''Étymologie:''' [[αἰσχύνω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αἰσχυντικός:''' [[постыдный]], [[позорный]] (αἰσχρὸς καὶ αἰ. Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αἰσχυντικός:''' -ή, -όν ([[αἰσχύνω]]), αυτός που προξενεί ή επισύρει [[αισχύνη]], [[επονείδιστος]], σε Αριστ. | |lsmtext='''αἰσχυντικός:''' -ή, -όν ([[αἰσχύνω]]), αυτός που προξενεί ή επισύρει [[αισχύνη]], [[επονείδιστος]], σε Αριστ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[αἰσχύνω]]<br />[[shameful]], Arist. | |mdlsjtxt=[[αἰσχύνω]]<br />[[shameful]], Arist. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, provocative of shame, Arist.Rh.1384a9.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 que da vergüenza αἰσχυντικόν ἐστι καί, εἰ μὴ μετέχει τις τοῦ ἀγαθοῦ, οὗ πάντες μετέχουσι Anon.in Rh.104.33, cf. 105.2, 13, τὰ αἰσχυντικὰ μόρια las partes pudendas, Et.Gud.355.32S.
•subst. τὸ αἰ. τοῦ γυναίου Sch.E.Hipp.345.
2 prob. que tiene vergüenza, tímido, Cat.Cod.Astr.11(2).138.22.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui cause de la honte.
Étymologie: αἰσχύνω.
Russian (Dvoretsky)
αἰσχυντικός: постыдный, позорный (αἰσχρὸς καὶ αἰ. Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
αἰσχυντικός: -ή, -όν, = αἰσχυντηλός, Ἀριστ. Ρητ. 26, 12.
Greek Monolingual
αἰσχυντικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που προκαλεί αισχύνη, ντροπή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρημ. επίθ. αἰσχυντὸς < αἰσχύνω].
Greek Monotonic
αἰσχυντικός: -ή, -όν (αἰσχύνω), αυτός που προξενεί ή επισύρει αισχύνη, επονείδιστος, σε Αριστ.