αἰολόστομος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à la parole équivoque.<br />'''Étymologie:''' [[αἰόλος]], [[στόμα]].
|btext=ος, ον :<br />à la parole équivoque.<br />'''Étymologie:''' [[αἰόλος]], [[στόμα]].
}}
{{elru
|elrutext='''αἰολόστομος:''' [[многозначный]], [[двусмысленный]] ([[χρησμός]] Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἰολόστομος:''' -ον ([[στόμα]]), [[μεταβλητός]] στη [[σημασία]], αυτός που έχει αβέβαιη [[σημασία]], λέγεται για έναν χρησμό, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''αἰολόστομος:''' -ον ([[στόμα]]), [[μεταβλητός]] στη [[σημασία]], αυτός που έχει αβέβαιη [[σημασία]], λέγεται για έναν χρησμό, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''αἰολόστομος:''' [[многозначный]], [[двусмысленный]] ([[χρησμός]] Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 12:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰολόστομος Medium diacritics: αἰολόστομος Low diacritics: αιολόστομος Capitals: ΑΙΟΛΟΣΤΟΜΟΣ
Transliteration A: aiolóstomos Transliteration B: aiolostomos Transliteration C: aiolostomos Beta Code: ai)olo/stomos

English (LSJ)

ον, shifting in speech, of an oracle, A.Pr.661.

Spanish (DGE)

-ον ambiguo, contradictorio χρησμοί A.Pr.661.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la parole équivoque.
Étymologie: αἰόλος, στόμα.

Russian (Dvoretsky)

αἰολόστομος: многозначный, двусмысленный (χρησμός Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

αἰολόστομος: -ον, ὁ ποικίλα καὶ ἀβέβαια σημαίνων, ἐπὶ χρησμῶν, δυσκρίτως εἰρημένων, Αἰσχύλ. Πρ. 661.

Greek Monotonic

αἰολόστομος: -ον (στόμα), μεταβλητός στη σημασία, αυτός που έχει αβέβαιη σημασία, λέγεται για έναν χρησμό, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

στόμα
shifting in speech, of an oracle, Aesch.

English (Woodhouse)

dark, enigmatic, hard to understand, not clear

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)