βρασματίας: Difference between revisions

From LSJ

Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ᾽ Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?

Sophocles, Antigone, 464-5
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0461.png Seite 461]] ὁ, = [[βράστης]]; ἄνεμοι βρασματίαι καὶ σεισματίαι D. L. 7, 155.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0461.png Seite 461]] ὁ, = [[βράστης]]; ἄνεμοι βρασματίαι καὶ σεισματίαι D. L. 7, 155.
}}
{{elru
|elrutext='''βρασματίας:''' ου adj. m [[βράσσω]] вихревой, крутящийся (ἄνεμοι Diog. L.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βρασματίας]], ο (Α) [[βράσσω]], [[βράζω]]<br />αυτός που προκαλεί σεισμό με κατακόρυφες δονήσεις.
|mltxt=[[βρασματίας]], ο (Α) [[βράσσω]], [[βράζω]]<br />αυτός που προκαλεί σεισμό με κατακόρυφες δονήσεις.
}}
{{elru
|elrutext='''βρασματίας:''' ου adj. m [[βράσσω]] вихревой, крутящийся (ἄνεμοι Diog. L.).
}}
}}

Revision as of 12:31, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρασμᾰτίας Medium diacritics: βρασματίας Low diacritics: βρασματίας Capitals: ΒΡΑΣΜΑΤΙΑΣ
Transliteration A: brasmatías Transliteration B: brasmatias Transliteration C: vrasmatias Beta Code: brasmati/as

English (LSJ)

ου, ὁ, = βράστης, opp. σεισματίας, Posidon. ap. D.L.7.154, Amm.Marc.17.7.13 (pl.), Heraclit.All.38.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ sacudida de la tierra en sentido vertical εἶναι δ' αὐτῶν (σεισμῶν) τοὺς μὲν σεισματίας ... τοὺς δὲ βρασματίας Posidon.12, cf. Heraclit.All.38, Amm.Marc.17.7.13.

German (Pape)

[Seite 461] ὁ, = βράστης; ἄνεμοι βρασματίαι καὶ σεισματίαι D. L. 7, 155.

Russian (Dvoretsky)

βρασματίας: ου adj. m βράσσω вихревой, крутящийся (ἄνεμοι Diog. L.).

Greek (Liddell-Scott)

βρασματίας: βράστης, ἀντίθετον τῷ σεισματίας, Ποσειδ. παρὰ Διογ. Λ. 7. 154, Ἡρακλείδ. Ἀλληγ. 38. [2, 98.

Greek Monolingual

βρασματίας, ο (Α) βράσσω, βράζω
αυτός που προκαλεί σεισμό με κατακόρυφες δονήσεις.