αὐξίς: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ίδος, ἡ<br />[[cría o alevín del atún]] τέμαχος αὐξίδος Phryn.Com.59, οἱ ἰχθύες ... ἃς καλοῦσιν οἱ μὲν σκορδύλας, οἱ δὲ Βυζάντιοι αὐξίδας διὰ τὸ ἐν ὀλίγαις αὐξάνεσθαι ἡμέραις Arist.<i>HA</i> 571<sup>a</sup>17<br /><b class="num">•</b>sent. dud. tal vez [[bebida venenosa]] con sabor a pescado ὁπόταν λοπὶς αὐξίδα χραίνῃ Nic.<i>Al</i>.469.
|dgtxt=-ίδος, ἡ<br />[[cría o alevín del atún]] τέμαχος αὐξίδος Phryn.Com.59, οἱ ἰχθύες ... ἃς καλοῦσιν οἱ μὲν σκορδύλας, οἱ δὲ Βυζάντιοι αὐξίδας διὰ τὸ ἐν ὀλίγαις αὐξάνεσθαι ἡμέραις Arist.<i>HA</i> 571<sup>a</sup>17<br /><b class="num">•</b>sent. dud. tal vez [[bebida venenosa]] con sabor a pescado ὁπόταν λοπὶς αὐξίδα χραίνῃ Nic.<i>Al</i>.469.
}}
{{elru
|elrutext='''αὐξίς:''' ίδος ἡ зоол. малек тунца Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[αὐξίς]], η (Α)<br />[[μικρός]] [[τόνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αύξω]] ή <span style="color: red;"><</span> [[αύξη]]].<br />[[αὖξις]], η (Α)<br />η [[αύξηση]].
|mltxt=[[αὐξίς]], η (Α)<br />[[μικρός]] [[τόνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αύξω]] ή <span style="color: red;"><</span> [[αύξη]]].<br />[[αὖξις]], η (Α)<br />η [[αύξηση]].
}}
{{elru
|elrutext='''αὐξίς:''' ίδος ἡ зоол. малек тунца Arst.
}}
}}

Revision as of 12:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐξίς Medium diacritics: αὐξίς Low diacritics: αυξίς Capitals: ΑΥΞΙΣ
Transliteration A: auxís Transliteration B: auxis Transliteration C: afksis Beta Code: au)ci/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, Byz. for κορδύλη or σκορδύλη, young of the tunny, Phryn.Com.56, Arist.HA571a17, Nic.Al.469.

Spanish (DGE)

-ίδος, ἡ
cría o alevín del atún τέμαχος αὐξίδος Phryn.Com.59, οἱ ἰχθύες ... ἃς καλοῦσιν οἱ μὲν σκορδύλας, οἱ δὲ Βυζάντιοι αὐξίδας διὰ τὸ ἐν ὀλίγαις αὐξάνεσθαι ἡμέραις Arist.HA 571a17
sent. dud. tal vez bebida venenosa con sabor a pescado ὁπόταν λοπὶς αὐξίδα χραίνῃ Nic.Al.469.

Russian (Dvoretsky)

αὐξίς: ίδος ἡ зоол. малек тунца Arst.

Greek (Liddell-Scott)

αὐξίς: ἰδος, ἡ, «αὐξίς, εἶδος θυννίδος, ἥν τινες κορδύλην λέγουσι, Φρύνιχος Τραγῳδοῖς» 7, Α. Β. 464. 5· ὅταν γὰρ τέκωσιν οἱ ἱχθύες ἐν τῷ Πόντῳ, γίγνονται ἐκ τοῦ ᾠοῦ ἂς καλοῦσιν οἱ μὲν σκορδύλας, Βυζάντινοι δὲ αὐξίδας διὰ τὰ ἐν ὀλίγαις αὐξάνεσθαι ἡμέραις Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 17, 13, Νικ. Ἀλεξιφ. 469. Ἡ γραφὴ αὔξις, ιδος, εἶναι ἡμαρτημένη.

Greek Monolingual

αὐξίς, η (Α)
μικρός τόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αύξω ή < αύξη].
αὖξις, η (Α)
η αύξηση.