βουκέφαλος: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)«([\p{Cyrillic}\s]+)»" to "«$1»")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0456.png Seite 456]] ochsenköpfig, Ar. frg. im E. M. 207, 53, eine Art thessal. Pferde; bes. das Leibpferd Alexanders, in macedon. Form [[βουκεφάλας]], Ar. An. 5, 14, 8; Plut. Alex. 61.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0456.png Seite 456]] ochsenköpfig, Ar. frg. im E. M. 207, 53, eine Art thessal. Pferde; bes. das Leibpferd Alexanders, in macedon. Form [[βουκεφάλας]], Ar. An. 5, 14, 8; Plut. Alex. 61.
}}
{{elru
|elrutext='''βουκέφᾰλος:''' ὁ букефал, «[[быкоголовый]]» (порода фессалийских лошадей) Arph.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βουκέφᾰλος:''' -ον ([[κεφαλή]]), αυτός που έχει [[κεφάλι]] βοδιού· επίθ. των Θεσσαλικών αλόγων, σε Αριστοφ.· [[Βουκεφάλας]], γεν. <i>-α</i>, το [[άλογο]] του Μεγάλου Αλεξάνδρου, σε Πλούτ.
|lsmtext='''βουκέφᾰλος:''' -ον ([[κεφαλή]]), αυτός που έχει [[κεφάλι]] βοδιού· επίθ. των Θεσσαλικών αλόγων, σε Αριστοφ.· [[Βουκεφάλας]], γεν. <i>-α</i>, το [[άλογο]] του Μεγάλου Αλεξάνδρου, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''βουκέφᾰλος:''' ὁ букефал, «[[быкоголовый]]» (порода фессалийских лошадей) Arph.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κεφαλή]]<br />[[bull]]-headed, [[epithet]] of Thessalian horses, Ar.
|mdlsjtxt=[[κεφαλή]]<br />[[bull]]-headed, [[epithet]] of Thessalian horses, Ar.
}}
}}

Revision as of 12:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βουκέφᾰλος Medium diacritics: βουκέφαλος Low diacritics: βουκέφαλος Capitals: ΒΟΥΚΕΦΑΛΟΣ
Transliteration A: bouképhalos Transliteration B: boukephalos Transliteration C: voukefalos Beta Code: bouke/falos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, bull-headed, epithet of Thessalian horses, τὸν βουκέφαλον καὶ κοππατίαν Ar. Fr. 42, cf. 41. = τρίβολος (caltrop, three-spiked implement, prickly plant, burr, thistle, threshing-machine, boards with sharp stones fixed in the bottom, water-chestnut, Trapa natans, caltrops, Tribulus terrestris, thorny trefoil, Fagonia cretica, prickly samphire, Echinophora spinosa, a threshing-machine, a board with sharp stones fixed in the bottom, three-tiered), Ps.-Dsc. 4.15.

German (Pape)

[Seite 456] ochsenköpfig, Ar. frg. im E. M. 207, 53, eine Art thessal. Pferde; bes. das Leibpferd Alexanders, in macedon. Form βουκεφάλας, Ar. An. 5, 14, 8; Plut. Alex. 61.

Russian (Dvoretsky)

βουκέφᾰλος: ὁ букефал, «быкоголовый» (порода фессалийских лошадей) Arph.

Greek (Liddell-Scott)

βουκέφᾰλος: -ον, ὁ ἔχων βοὸς κεφαλήν· ἐπιθ. θεσσαλικῶν τινων ἵππων, τὸν βουκέφαλον καὶ κοππατίαν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 135·- Βουκεφάλας, γεν. -ᾱ, ὁ ἵππος τοῦ μεγάλου Ἀλεξάνδρου, Στράβ. 698, Πλούτ. Ἀλεξ. 61.

Greek Monolingual

ο (Α βουκέφαλος)
νεοελλ.
αυτός που έχει μεγάλο κεφάλι, ο κεφάλας
αρχ.
1. επίθ. άλογο της Θεσσαλίας με μεγάλο κεφάλι
2. ως ουσ. το βουκέφαλον.

Greek Monotonic

βουκέφᾰλος: -ον (κεφαλή), αυτός που έχει κεφάλι βοδιού· επίθ. των Θεσσαλικών αλόγων, σε Αριστοφ.· Βουκεφάλας, γεν. , το άλογο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, σε Πλούτ.

Middle Liddell

κεφαλή
bull-headed, epithet of Thessalian horses, Ar.