γύνανδρος: Difference between revisions
Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0511.png Seite 511]] männlichen u. weiblichen Geschlechts zugleich, zwitterhaft, Soph. frg. 865; Suid. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0511.png Seite 511]] männlichen u. weiblichen Geschlechts zugleich, zwitterhaft, Soph. frg. 865; Suid. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γύνανδρος:''' двуполый, т. е. лишенный мужественности, слабый как женщина (sc. [[ἀνήρ]] Soph.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(και ως ουσ.), -ο (AM [[γύνανδρος]], -ον)<br />ο [[ερμαφρόδιτος]], με χαρακτηριστικά και του αντρικού και του γυναικείου φύλου<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>γύνανδρα</i>, <i>τα</i><br />φυτά που έχουν τους στήμονες συμφυείς με τον ύπερο ή την [[ωοθήκη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κίναιδος]]. | |mltxt=(και ως ουσ.), -ο (AM [[γύνανδρος]], -ον)<br />ο [[ερμαφρόδιτος]], με χαρακτηριστικά και του αντρικού και του γυναικείου φύλου<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>γύνανδρα</i>, <i>τα</i><br />φυτά που έχουν τους στήμονες συμφυείς με τον ύπερο ή την [[ωοθήκη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κίναιδος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:36, 3 October 2022
English (LSJ)
[ῠ], ον, A of doubtful sex, womanish, S.Fr.963, Ael.Fr.10, 290. 2 of a woman, virago, Ph.1.183,2.379.
Spanish (DGE)
-ον
andrógino, de sexo dudoso o ambiguo de hombres οἱ γὰρ γύνανδροι καὶ λέγοντες ἠσκηκότες S.Fr.963, χλούνης τε καὶ γ. ἀνήρ hombre castrado y andrógino Ael.Fr.10, ὁ γ. τε καὶ μάλθων τύραννος Ael.Fr.290
•de mujeres virago, marimacho Ph.1.183, 2.379
•gener. γυνάνδρων ἐστὶ γένος Anon.Mirac.Thecl.9.25.
German (Pape)
[Seite 511] männlichen u. weiblichen Geschlechts zugleich, zwitterhaft, Soph. frg. 865; Suid.
Russian (Dvoretsky)
γύνανδρος: двуполый, т. е. лишенный мужественности, слабый как женщина (sc. ἀνήρ Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
γύνανδρος: -ον, ἀμφιβόλου γένους, ἑρμαφρόδιτος, θηλυπρεπής, Σοφ. Ἀποσπ. 865. 2) γυνὴ ἀνδρώδης, virago, Φίλων 1. 183, 512.
Greek Monolingual
(και ως ουσ.), -ο (AM γύνανδρος, -ον)
ο ερμαφρόδιτος, με χαρακτηριστικά και του αντρικού και του γυναικείου φύλου
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) γύνανδρα, τα
φυτά που έχουν τους στήμονες συμφυείς με τον ύπερο ή την ωοθήκη
αρχ.
κίναιδος.