διήνεμος: Difference between revisions

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />exposé aux vents ; situé sur une hauteur.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἄνεμος]].
|btext=ος, ον :<br />exposé aux vents ; situé sur une hauteur.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἄνεμος]].
}}
{{elru
|elrutext='''διήνεμος:''' [[овеваемый ветрами]], [[открытый для ветров]] ([[πάτρα]] Soph.; ταρσοί Anacr.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διήνεμος:''' -ον ([[ἄνεμος]]), παρασυρμένος από τον άνεμο, εκτεθειμένος σε αυτόν, ψηλός, σε Σοφ.
|lsmtext='''διήνεμος:''' -ον ([[ἄνεμος]]), παρασυρμένος από τον άνεμο, εκτεθειμένος σε αυτόν, ψηλός, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''διήνεμος:''' [[овеваемый ветрами]], [[открытый для ветров]] ([[πάτρα]] Soph.; ταρσοί Anacr.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=δι-ήνεμος, ον <i>adj</i> [[ἄνεμος]]<br />blown [[through]], [[wind]]-swept, Soph.
|mdlsjtxt=δι-ήνεμος, ον <i>adj</i> [[ἄνεμος]]<br />blown [[through]], [[wind]]-swept, Soph.
}}
}}

Revision as of 12:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διήνεμος Medium diacritics: διήνεμος Low diacritics: διήνεμος Capitals: ΔΙΗΝΕΜΟΣ
Transliteration A: diḗnemos Transliteration B: diēnemos Transliteration C: diinemos Beta Code: dih/nemos

English (LSJ)

ον, blown through, wind-swept, πάτρα S.Tr.327.

Spanish (DGE)

-ον
expuesto a los vientos πάτρα S.Tr.327, τὰ πέταλα τῶν δένδρων ... διήνεμον ἔχει τὴν φύσιν Ph.Byz.Mir.1
fig. que se marcha con el viento ὁ χρυσὸς ὅταν με φεύγῃ ... διηνέμοις ... ταρσοῖς Anacreont.58.3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
exposé aux vents ; situé sur une hauteur.
Étymologie: διά, ἄνεμος.

Russian (Dvoretsky)

διήνεμος: овеваемый ветрами, открытый для ветров (πάτρα Soph.; ταρσοί Anacr.).

Greek (Liddell-Scott)

διήνεμος: -ον, ὑπὸ τοῦ ἀνέμου προσβαλλόμενος, ὑψηλός, πάτρα Σοφ. Τρ. 327.

Greek Monolingual

διήνεμος, -ον (Α)
ο εκτεθειμένος στον άνεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι (ά) + -ήνεμος < άνεμος].

Greek Monotonic

διήνεμος: -ον (ἄνεμος), παρασυρμένος από τον άνεμο, εκτεθειμένος σε αυτόν, ψηλός, σε Σοφ.

Middle Liddell

δι-ήνεμος, ον adj ἄνεμος
blown through, wind-swept, Soph.