αἰθυκτήρ: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />impétueux, violent.<br />'''Étymologie:''' [[αἰθύσσω]].
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />impétueux, violent.<br />'''Étymologie:''' [[αἰθύσσω]].
}}
{{elru
|elrutext='''αἰθυκτήρ:''' ῆρος adj. стремительный (δούνακες Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἰθυκτήρ:''' -ῆρος, ὁ, αυτός που ορμά αστραπιαία, βίαια διαμέσου του αέρα, λέγεται για άγρια θηρία ή βέλη, σε Ανθ.
|lsmtext='''αἰθυκτήρ:''' -ῆρος, ὁ, αυτός που ορμά αστραπιαία, βίαια διαμέσου του αέρα, λέγεται για άγρια θηρία ή βέλη, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''αἰθυκτήρ:''' ῆρος adj. стремительный (δούνακες Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from [[αἰθύσσω]]<br />one that darts [[swiftly]], Anth.
|mdlsjtxt=[from [[αἰθύσσω]]<br />one that darts [[swiftly]], Anth.
}}
}}

Revision as of 12:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰθυκτήρ Medium diacritics: αἰθυκτήρ Low diacritics: αιθυκτήρ Capitals: ΑΙΘΥΚΤΗΡ
Transliteration A: aithyktḗr Transliteration B: aithyktēr Transliteration C: aithyktir Beta Code: ai)qukth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, rushing violently, of pigs, Opp.C.2.332; φύσαλοι αἰ. Id.H.1.368.

Spanish (DGE)

-ῆρος, ὁ
que se lanza violentamente σύες Opp.C.2.332, ὄρυξ Opp.C.2.551, φύσαλοι Opp.H.1.368.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
impétueux, violent.
Étymologie: αἰθύσσω.

Russian (Dvoretsky)

αἰθυκτήρ: ῆρος adj. стремительный (δούνακες Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

αἰθυκτήρ: ῆρος, ὁ ὁρμῶν βιαίως διὰ μέσου τοῦ ἀέρος, ἐπὶ ἀγρίων θηρίων, βελῶν κτλ. Ὀππ. Κ. 2. 332. Ἀνθ.

Greek Monotonic

αἰθυκτήρ: -ῆρος, ὁ, αυτός που ορμά αστραπιαία, βίαια διαμέσου του αέρα, λέγεται για άγρια θηρία ή βέλη, σε Ανθ.

Middle Liddell

[from αἰθύσσω
one that darts swiftly, Anth.