δυνάστωρ: Difference between revisions
From LSJ
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ορος (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[δυνάστης]].<br />'''Étymologie:''' [[δύναμαι]]. | |btext=ορος (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[δυνάστης]].<br />'''Étymologie:''' [[δύναμαι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δῠνάστωρ:''' ορος ὁ Eur. = [[δυνάστης]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δυνάστωρ]] (-ορος), ο (Α)<br />[[δυνάστης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος [[ποιητικός]] τ. του [[δυνάστης]]. | |mltxt=[[δυνάστωρ]] (-ορος), ο (Α)<br />[[δυνάστης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος [[ποιητικός]] τ. του [[δυνάστης]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:53, 3 October 2022
English (LSJ)
ορος, ὁ, = δυνάστης, E.IA280 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ορος, ὁ
• Prosodia: [-ῠ-]
jefe, príncipe Ἤλιδος δυνάστορες príncipes de la Élide componentes de la expedición aquea contra Troya, E.IA 280.
German (Pape)
[Seite 673] ορος, ὁ, = δυνάστης, Eur. I. A. 280.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
c. δυνάστης.
Étymologie: δύναμαι.
Russian (Dvoretsky)
δῠνάστωρ: ορος ὁ Eur. = δυνάστης.
Greek (Liddell-Scott)
δῠνάστωρ: -ορος, ὁ = δυνάστης, Ψευδευριπ. Ι.Α. 280.
Greek Monolingual
δυνάστωρ (-ορος), ο (Α)
δυνάστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος ποιητικός τ. του δυνάστης.