δυσχορήγητος: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0691.png Seite 691]] durch großen Aufwand schwierig, Plut. Symp. 7, 8, 4.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0691.png Seite 691]] durch großen Aufwand schwierig, Plut. Symp. 7, 8, 4.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσχορήγητος:''' (из-за больших расходов) трудный для постановки (sc. δράματα Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσχορήγητος]], -ον (Α)<br />(για [[δράμα]]) αυτό που απαιτεί [[μεγάλη]] [[δαπάνη]] για να παρασταθεί και για το οποίο δύσκολα βρίσκεται [[χορηγός]].
|mltxt=[[δυσχορήγητος]], -ον (Α)<br />(για [[δράμα]]) αυτό που απαιτεί [[μεγάλη]] [[δαπάνη]] για να παρασταθεί και για το οποίο δύσκολα βρίσκεται [[χορηγός]].
}}
{{elru
|elrutext='''δυσχορήγητος:''' (из-за больших расходов) трудный для постановки (sc. δράματα Plut.).
}}
}}

Revision as of 13:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσχορήγητος Medium diacritics: δυσχορήγητος Low diacritics: δυσχορήγητος Capitals: ΔΥΣΧΟΡΗΓΗΤΟΣ
Transliteration A: dyschorḗgētos Transliteration B: dyschorēgētos Transliteration C: dyschorigitos Beta Code: dusxorh/ghtos

English (LSJ)

ον, difficult to stage, Plu.2.712e.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de representar neutr. subst. τὸ δ. la dificultad de representar διὰ τὰ μήκη τῶν δραμάτων καὶ τὸ δ. Plu.2.712e.

German (Pape)

[Seite 691] durch großen Aufwand schwierig, Plut. Symp. 7, 8, 4.

Russian (Dvoretsky)

δυσχορήγητος: (из-за больших расходов) трудный для постановки (sc. δράματα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσχορήγητος: -ον, δυσκόλως χορηγούμενος, δύσκολος ἕνεκα τῆς δαπάντης, Πλούτ. 2. 712Ε.

Greek Monolingual

δυσχορήγητος, -ον (Α)
(για δράμα) αυτό που απαιτεί μεγάλη δαπάνη για να παρασταθεί και για το οποίο δύσκολα βρίσκεται χορηγός.