δύσνυμφος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. f.</i><br />malheureuse jeune femme.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[νύμφη]].
|btext=ου;<br /><i>adj. f.</i><br />malheureuse jeune femme.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[νύμφη]].
}}
{{elru
|elrutext='''δύσνυμφος:''' adj. f (о невесте) несчастная, злополучная ([[νύμφη]] Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δύσνυμφος:''' -ον ([[νύμφη]]), αυτός που είναι δυστυχισμένος στο γάμο ή στον αρραβώνα του, κακοπαντρεμένος, σε Ευρ.
|lsmtext='''δύσνυμφος:''' -ον ([[νύμφη]]), αυτός που είναι δυστυχισμένος στο γάμο ή στον αρραβώνα του, κακοπαντρεμένος, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''δύσνυμφος:''' adj. f (о невесте) несчастная, злополучная ([[νύμφη]] Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=δύσ-νυμφος, ον [[νύμφη]]<br />ill-wedded or ill-betrothed, Eur.
|mdlsjtxt=δύσ-νυμφος, ον [[νύμφη]]<br />ill-wedded or ill-betrothed, Eur.
}}
}}

Revision as of 13:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσνυμφος Medium diacritics: δύσνυμφος Low diacritics: δύσνυμφος Capitals: ΔΥΣΝΥΜΦΟΣ
Transliteration A: dýsnymphos Transliteration B: dysnymphos Transliteration C: dysnymfos Beta Code: du/snumfos

English (LSJ)

ον, ill-wedded or ill-betrothed, E.IT216 (lyr.), Tr.144 (lyr.).

Spanish (DGE)

-ον
• Morfología: [fem. -α E.Tr.144]
mal casado, de boda funesta νύμφα E.IT 216, κόραι E.l.c., cf. Orac.Sib.11.285, Θεσσαλίη Orac.Sib.7.56.

German (Pape)

[Seite 685] als Braut unglücklich, νύμφη, κοῦραι, Eur. I. T. 216 Troad. 145.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. f.
malheureuse jeune femme.
Étymologie: δυσ-, νύμφη.

Russian (Dvoretsky)

δύσνυμφος: adj. f (о невесте) несчастная, злополучная (νύμφη Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

δύσνυμφος: υν, ὁ δυστυχὴς ἐν τῷ γάμῳ αὐτοῦ, Εὐρ. 1. Τ. 216, Τρῳ. 145.

Greek Monolingual

δύσνυμφος, -ον (Α)
(για γυναίκα) η δυστυχισμένη στον γάμο.

Greek Monotonic

δύσνυμφος: -ον (νύμφη), αυτός που είναι δυστυχισμένος στο γάμο ή στον αρραβώνα του, κακοπαντρεμένος, σε Ευρ.

Middle Liddell

δύσ-νυμφος, ον νύμφη
ill-wedded or ill-betrothed, Eur.