εὐρύσορος: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />au large cercueil.<br />'''Étymologie:''' [[εὐρύς]], [[σορός]].
|btext=ος, ον :<br />au large cercueil.<br />'''Étymologie:''' [[εὐρύς]], [[σορός]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐρύσορος:''' [[воздвигнутый над широкой урной]] ([[σῆμα]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐρύσορος:''' -ον, αυτός που έχει μεγάλο [[νεκροκρέβατο]] ή τάφο, ευρύχωρο [[μνήμα]], σε Ανθ.
|lsmtext='''εὐρύσορος:''' -ον, αυτός που έχει μεγάλο [[νεκροκρέβατο]] ή τάφο, ευρύχωρο [[μνήμα]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐρύσορος:''' [[воздвигнутый над широкой урной]] ([[σῆμα]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὐρύ-σορος, ον<br />with [[wide]] [[bier]] or [[tomb]], Anth.
|mdlsjtxt=εὐρύ-σορος, ον<br />with [[wide]] [[bier]] or [[tomb]], Anth.
}}
}}

Revision as of 13:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐρύσορος Medium diacritics: εὐρύσορος Low diacritics: ευρύσορος Capitals: ΕΥΡΥΣΟΡΟΣ
Transliteration A: eurýsoros Transliteration B: eurysoros Transliteration C: evrysoros Beta Code: eu)ru/soros

English (LSJ)

[ῠ], ον<, with wide bier or tomb, σῆμα AP7.528 (Theodorid.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au large cercueil.
Étymologie: εὐρύς, σορός.

Russian (Dvoretsky)

εὐρύσορος: воздвигнутый над широкой урной (σῆμα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐρύσορος: -ον, ἔχων εὐρεῖαν σορόν, θήκην νεκροῦ, εὐρύσορον σῆμα Ἀνθ. Π. 7. 528.

Greek Monolingual

εὐρύσορος, -ον (Α)
(για τάφο) αυτός που έχει ευρεία σορό, ευρεία θήκη, ευρύ τύμβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + σορός.

Greek Monotonic

εὐρύσορος: -ον, αυτός που έχει μεγάλο νεκροκρέβατο ή τάφο, ευρύχωρο μνήμα, σε Ανθ.

Middle Liddell

εὐρύ-σορος, ον
with wide bier or tomb, Anth.