εὔκριθος: Difference between revisions

From LSJ

αἴθ' ἔγω, χρυσοστέφαν' Ἀφρόδιτα, τόνδε τὸν πάλον λαχοίην (Sappho, fr. 33 L-P) → Oh gold-crowned Aphrodite, if only this winning lot could fall to me

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />abondant en orge.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[κριθή]].
|btext=ος, ον :<br />abondant en orge.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[κριθή]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὔκρῑθος:''' [[изобилующий ячменем]] ([[ἀλωά]] Theocr.; [[ἄρουρα]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔκρῑθος:''' -ον ([[κριθή]]), [[πλούσιος]] σε [[κριθάρι]], σε Θεόκρ., Ανθ.
|lsmtext='''εὔκρῑθος:''' -ον ([[κριθή]]), [[πλούσιος]] σε [[κριθάρι]], σε Θεόκρ., Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔκρῑθος:''' [[изобилующий ячменем]] ([[ἀλωά]] Theocr.; [[ἄρουρα]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὔ-κρῑθος, ον [[κριθή]]<br />[[rich]] in [[barley]], Theocr., Anth.
|mdlsjtxt=εὔ-κρῑθος, ον [[κριθή]]<br />[[rich]] in [[barley]], Theocr., Anth.
}}
}}

Revision as of 13:21, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔκρῑθος Medium diacritics: εὔκριθος Low diacritics: εύκριθος Capitals: ΕΥΚΡΙΘΟΣ
Transliteration A: eúkrithos Transliteration B: eukrithos Transliteration C: eykrithos Beta Code: eu)/kriqos

English (LSJ)

ον, (κριθή) rich in barley, ἀλωά Theoc.7.34; ἄρουρα AP6.258.6 (Adaeus).

German (Pape)

[Seite 1076] gerstenreich, ^ ἀλωά, Theocr. 7, 34; ἄρουρα, Add. 1 (VI, 258).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
abondant en orge.
Étymologie: εὖ, κριθή.

Russian (Dvoretsky)

εὔκρῑθος: изобилующий ячменем (ἀλωά Theocr.; ἄρουρα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔκρῑθος: -ον, (κριθὴ) πλούσιος εἰς κριθήν, Θεόκρ. 7. 34, Ἀνθ. Π. 6. 258.

Greek Monolingual

εὔκριθος, -ον (Α)
αυτός που έχει άφθονο ή ωραίο κριθάριεὔκριθος ἀλωά» — αγρός με άφθονο κριθάρι, Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κριθος < κριθή (πρβλ. πολύκριθος, σιτόκριθος)].

Greek Monotonic

εὔκρῑθος: -ον (κριθή), πλούσιος σε κριθάρι, σε Θεόκρ., Ανθ.

Middle Liddell

εὔ-κρῑθος, ον κριθή
rich in barley, Theocr., Anth.