θηράσιμος: Difference between revisions

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui peut être poursuivi, recherché.<br />'''Étymologie:''' [[θηράω]].
|btext=ος, ον :<br />qui peut être poursuivi, recherché.<br />'''Étymologie:''' [[θηράω]].
}}
{{elru
|elrutext='''θηράσιμος:''' (ᾱ) достижимый, осуществимый: οὐ θηράσιμοι γάμοι Aesch. невозможный брак.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θηράσιμος:''' [ᾱ], ον ([[θηράω]]), αυτός που θηρεύεται, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''θηράσιμος:''' [ᾱ], ον ([[θηράω]]), αυτός που θηρεύεται, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''θηράσιμος:''' (ᾱ) достижимый, осуществимый: οὐ θηράσιμοι γάμοι Aesch. невозможный брак.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=θηρά¯σιμος, ον [[θηράω]]<br />to be hunted [[down]] or caught, Aesch.
|mdlsjtxt=θηρά¯σιμος, ον [[θηράω]]<br />to be hunted [[down]] or caught, Aesch.
}}
}}

Revision as of 13:34, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηρᾱ́σιμος Medium diacritics: θηράσιμος Low diacritics: θηράσιμος Capitals: ΘΗΡΑΣΙΜΟΣ
Transliteration A: thērásimos Transliteration B: thērasimos Transliteration C: thirasimos Beta Code: qhra/simos

English (LSJ)

[ᾱ], ον, to be hunted down, θηρεύοντες οὐ θηρασίμους γάμους A.Pr.858.

German (Pape)

[Seite 1209] ον, zu jagen; γάμοι Aesch. Prom. 857; vgl. E. M. 487, 30.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui peut être poursuivi, recherché.
Étymologie: θηράω.

Russian (Dvoretsky)

θηράσιμος: (ᾱ) достижимый, осуществимый: οὐ θηράσιμοι γάμοι Aesch. невозможный брак.

Greek (Liddell-Scott)

θηράσιμος: -ᾱ, -ον, (θηράω) ὃν δύναταί τις νὰ θηρεύσῃ, θηρεύοντες οὐ θηρασίμους γάμους Αἰσχύλ. Πρ. 858.

Greek Monolingual

θηράσιμος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο μπορεί να θηρεύσει, να επιτύχει κάποιος («θηρεύοντες οὐ θηρασίμους γάμους», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρώ ή απ' ευθείας < θήρα.

Greek Monotonic

θηράσιμος: [ᾱ], ον (θηράω), αυτός που θηρεύεται, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

θηρά¯σιμος, ον θηράω
to be hunted down or caught, Aesch.