καταποντισμός: Difference between revisions

From LSJ

ἀναπηδῆσαι πρὸς τὸν πάππον → jumped up on his grandfather's knees, sprang up into his grandfather's lap

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />action de jeter à la mer, de submerger.<br />'''Étymologie:''' [[καταποντίζω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />action de jeter à la mer, de submerger.<br />'''Étymologie:''' [[καταποντίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''καταποντισμός:''' ὁ [[бросание в море]], [[утопление]] (καταποντισμοὶ καὶ τυφλώσεις Isocr.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[καταποντισμός]]) [[καταποντίζω]]<br /><b>1.</b> [[καταπόντιση]], [[καταβύθιση]], [[πνίξιμο]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[μεγάλη]] [[πτώση]], [[συντριβή]] («ο [[καταποντισμός]] του [[κόμματος]] στις εκλογές).
|mltxt=ο (Α [[καταποντισμός]]) [[καταποντίζω]]<br /><b>1.</b> [[καταπόντιση]], [[καταβύθιση]], [[πνίξιμο]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[μεγάλη]] [[πτώση]], [[συντριβή]] («ο [[καταποντισμός]] του [[κόμματος]] στις εκλογές).
}}
{{elru
|elrutext='''καταποντισμός:''' ὁ [[бросание в море]], [[утопление]] (καταποντισμοὶ καὶ τυφλώσεις Isocr.).
}}
}}

Revision as of 13:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταποντισμός Medium diacritics: καταποντισμός Low diacritics: καταποντισμός Capitals: ΚΑΤΑΠΟΝΤΙΣΜΟΣ
Transliteration A: katapontismós Transliteration B: katapontismos Transliteration C: katapontismos Beta Code: katapontismo/s

English (LSJ)

ὁ, drowning, Isoc.12.122 (pl.), LXXPs.51(52).4(6); ὁ κ. τῶν Χρημάτων App.Mac.16.

German (Pape)

[Seite 1372] ὁ, Versenkung ins Meer, Isocr. 12, 122 u. Sp., wie App. Maced. 12.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action de jeter à la mer, de submerger.
Étymologie: καταποντίζω.

Russian (Dvoretsky)

καταποντισμός:бросание в море, утопление (καταποντισμοὶ καὶ τυφλώσεις Isocr.).

Greek (Liddell-Scott)

καταποντισμός: ὁ, Ἰσοκρ. 257Ε· ὁ κ. τῶν χρημάτων Ἀππ. Μακεδ. 14.

Greek Monolingual

ο (Α καταποντισμός) καταποντίζω
1. καταπόντιση, καταβύθιση, πνίξιμο
2. μτφ. μεγάλη πτώση, συντριβή («ο καταποντισμός του κόμματος στις εκλογές).