κοσμοπολίτης: Difference between revisions

From LSJ

Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun

Menander, Monostichoi, 385
m (Text replacement - "(==Translations==)(?s)(\n)(.*)($)" to "{{trml |trtx=$3 }}")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=kosmopoli/ths
|Beta Code=kosmopoli/ths
|Definition=[ῑ], ου, ὁ, Ionic: [[κοσμοπολιήτης]]; Epic, Doric, Aeolic: [[κοσμοπολίτας]]; [[citizen of the world]], [[cosmopolitan]], [[cosmopolite]] Ph.1.1, al., D.L.6.63:—fem. [[κοσμοπολῖτις]] as adjective, ψυχαί Ph.1.657.
|Definition=[ῑ], ου, ὁ, Ionic: [[κοσμοπολιήτης]]; Epic, Doric, Aeolic: [[κοσμοπολίτας]]; [[citizen of the world]], [[cosmopolitan]], [[cosmopolite]] Ph.1.1, al., D.L.6.63:—fem. [[κοσμοπολῖτις]] as adjective, ψυχαί Ph.1.657.
}}
{{elru
|elrutext='''κοσμοπολίτης:''' ου (ῑ) ὁ [[космополит]], гражданин мира Diog. [[Sinopensis]] ap. Diog. L.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. [[κοσμοπολίτισσα]] (ΑM [[κοσμοπολίτης]], θηλ. [[κοσμοπολῖτις]])<br />αυτός που δεν αναγνωρίζει ιδιαίτερη [[πατρίδα]] και θεωρεί τον εαυτό του πολίτη όλου του κόσμου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που έχει ταξιδέψει σε πολλές ξένες χώρες<br /><b>2.</b> αυτός του οποίου η ζωή [[είναι]] προσαρμοσμένη σε ξενικές συνήθειες<br /><b>μσν.</b><br />ο [[κάτοικος]] [[αυτού]] του κόσμου.
|mltxt=ο, θηλ. [[κοσμοπολίτισσα]] (ΑM [[κοσμοπολίτης]], θηλ. [[κοσμοπολῖτις]])<br />αυτός που δεν αναγνωρίζει ιδιαίτερη [[πατρίδα]] και θεωρεί τον εαυτό του πολίτη όλου του κόσμου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που έχει ταξιδέψει σε πολλές ξένες χώρες<br /><b>2.</b> αυτός του οποίου η ζωή [[είναι]] προσαρμοσμένη σε ξενικές συνήθειες<br /><b>μσν.</b><br />ο [[κάτοικος]] [[αυτού]] του κόσμου.
}}
{{elru
|elrutext='''κοσμοπολίτης:''' ου (ῑ) ὁ [[космополит]], гражданин мира Diog. [[Sinopensis]] ap. Diog. L.
}}
}}
{{trml
{{trml
|trtx=Arabic: مُوَاطِن اَلْعَالَم‎; Armenian: կոսմոպոլիտ, աշխարհաքաղաքացի; Bulgarian: космополит; Catalan: cosmopolita; Chinese Mandarin: 四海為家者, 四海为家者, 世界公民; Czech: světoobčan, kosmopolita; Danish: verdensborger; Dutch: wereldburger, kosmopoliet; Finnish: maailmankansalainen, kosmopoliitti; French: cosmopolite; Galician: cosmopolita; German: Weltbürger, Kosmopolit; Hungarian: kozmopolita, világpolgár; Japanese: 世界人, 国際人; Polish: kosmopolita; Portuguese: cosmopolita, cosmopolitano; Russian: космополи́т; Spanish: cosmopolita; Ukrainian: космополіт, космополітка
|trtx=Arabic: مُوَاطِن اَلْعَالَم‎; Armenian: կոսմոպոլիտ, աշխարհաքաղաքացի; Bulgarian: космополит; Catalan: cosmopolita; Chinese Mandarin: 四海為家者, 四海为家者, 世界公民; Czech: světoobčan, kosmopolita; Danish: verdensborger; Dutch: wereldburger, kosmopoliet; Finnish: maailmankansalainen, kosmopoliitti; French: cosmopolite; Galician: cosmopolita; German: Weltbürger, Kosmopolit; Hungarian: kozmopolita, világpolgár; Japanese: 世界人, 国際人; Polish: kosmopolita; Portuguese: cosmopolita, cosmopolitano; Russian: космополи́т; Spanish: cosmopolita; Ukrainian: космополіт, космополітка
}}
}}

Revision as of 13:44, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοσμοπολῑ́της Medium diacritics: κοσμοπολίτης Low diacritics: κοσμοπολίτης Capitals: ΚΟΣΜΟΠΟΛΙΤΗΣ
Transliteration A: kosmopolítēs Transliteration B: kosmopolitēs Transliteration C: kosmopolitis Beta Code: kosmopoli/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, Ionic: κοσμοπολιήτης; Epic, Doric, Aeolic: κοσμοπολίτας; citizen of the world, cosmopolitan, cosmopolite Ph.1.1, al., D.L.6.63:—fem. κοσμοπολῖτις as adjective, ψυχαί Ph.1.657.

Russian (Dvoretsky)

κοσμοπολίτης: ου (ῑ) ὁ космополит, гражданин мира Diog. Sinopensis ap. Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

κοσμοπολίτης: -ου, ὁ, πολίτης τοῦ κόσμου, Διογ. Λ. 6. 63· (παρὰ Λουκ. ἐν Βίων Πράσει 8, κόσμου πολίτης)· ― θηλ. -πολῖτις, Φίλων 1. 657.

Greek Monolingual

ο, θηλ. κοσμοπολίτισσα (ΑM κοσμοπολίτης, θηλ. κοσμοπολῖτις)
αυτός που δεν αναγνωρίζει ιδιαίτερη πατρίδα και θεωρεί τον εαυτό του πολίτη όλου του κόσμου
νεοελλ.
1. εκείνος που έχει ταξιδέψει σε πολλές ξένες χώρες
2. αυτός του οποίου η ζωή είναι προσαρμοσμένη σε ξενικές συνήθειες
μσν.
ο κάτοικος αυτού του κόσμου.

Translations

Arabic: مُوَاطِن اَلْعَالَم‎; Armenian: կոսմոպոլիտ, աշխարհաքաղաքացի; Bulgarian: космополит; Catalan: cosmopolita; Chinese Mandarin: 四海為家者, 四海为家者, 世界公民; Czech: světoobčan, kosmopolita; Danish: verdensborger; Dutch: wereldburger, kosmopoliet; Finnish: maailmankansalainen, kosmopoliitti; French: cosmopolite; Galician: cosmopolita; German: Weltbürger, Kosmopolit; Hungarian: kozmopolita, világpolgár; Japanese: 世界人, 国際人; Polish: kosmopolita; Portuguese: cosmopolita, cosmopolitano; Russian: космополи́т; Spanish: cosmopolita; Ukrainian: космополіт, космополітка