κατατριβή: Difference between revisions

From LSJ

ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=katatribh/
|Beta Code=katatribh/
|Definition=ἡ, [[wasting]], [[squandering]], <b class="b3">τὴν Πλάτωνος διατριβὴν κ. [ἔλεγε ὁ Διογένης</b>] <span class="bibl">D.L.6.24</span>.
|Definition=ἡ, [[wasting]], [[squandering]], <b class="b3">τὴν Πλάτωνος διατριβὴν κ. [ἔλεγε ὁ Διογένης</b>] <span class="bibl">D.L.6.24</span>.
}}
{{elru
|elrutext='''κατατρῑβή:''' ἡ (пустая) трата времени, по друг. - мучение Diog. [[Sinopeus]] ap. Diog. L.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[κατατριβή]]) [[κατατρίβω]]<br />[[καταπόνηση]], [[εξάντληση]], [[φθορά]] δυνάμεων με την πάροδο του χρόνου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τοποθέτηση]] ψιμυθίου στο [[πρόσωπο]], [[ψιμυθίωση]], [[βάψιμο]] προσώπου<br /><b>2.</b> [[σπατάλη]], ασωτεία.
|mltxt=η (Α [[κατατριβή]]) [[κατατρίβω]]<br />[[καταπόνηση]], [[εξάντληση]], [[φθορά]] δυνάμεων με την πάροδο του χρόνου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τοποθέτηση]] ψιμυθίου στο [[πρόσωπο]], [[ψιμυθίωση]], [[βάψιμο]] προσώπου<br /><b>2.</b> [[σπατάλη]], ασωτεία.
}}
{{elru
|elrutext='''κατατρῑβή:''' ἡ (пустая) трата времени, по друг. - мучение Diog. [[Sinopeus]] ap. Diog. L.
}}
}}

Revision as of 13:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατατρῐβή Medium diacritics: κατατριβή Low diacritics: κατατριβή Capitals: ΚΑΤΑΤΡΙΒΗ
Transliteration A: katatribḗ Transliteration B: katatribē Transliteration C: katatrivi Beta Code: katatribh/

English (LSJ)

ἡ, wasting, squandering, τὴν Πλάτωνος διατριβὴν κ. [ἔλεγε ὁ Διογένης] D.L.6.24.

Russian (Dvoretsky)

κατατρῑβή: ἡ (пустая) трата времени, по друг. - мучение Diog. Sinopeus ap. Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

κατατρῐβή: ἡ, προστριβή, ἐπίθεσις ψιμυθίου, ψιμυθισμός, Κλήμ., Ἀλ. 254. ΙΙ. κενὴ κατανάλωσις τοῦ χρόνου, τὴν Πλάτωνος διατριβὴν κατατριβὴν ὠνόμαζεν ὁ Διογένης Διογ. Λ. 6. 24.

Greek Monolingual

η (Α κατατριβή) κατατρίβω
καταπόνηση, εξάντληση, φθορά δυνάμεων με την πάροδο του χρόνου
αρχ.
1. τοποθέτηση ψιμυθίου στο πρόσωπο, ψιμυθίωση, βάψιμο προσώπου
2. σπατάλη, ασωτεία.