κόττος: Difference between revisions

From LSJ

Ἀλλ' Ἀχέροντι νυμφεύσω → I will become the bride of Acheron

Sophocles, Antigone, 816
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> coq, <i>oiseau</i>;<br /><b>2</b> chabot, <i>poisson de rivière à grosse tête</i>;<br /><b>3</b> = [[κύβος]].<br />'''Étymologie:''' DELG [[κοττίς]].
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> coq, <i>oiseau</i>;<br /><b>2</b> chabot, <i>poisson de rivière à grosse tête</i>;<br /><b>3</b> = [[κύβος]].<br />'''Étymologie:''' DELG [[κοττίς]].
}}
{{elru
|elrutext='''κόττος:''' ὁ предполож., рыба бычок ([[Cottus]] [[gobio]]) Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑM [[κόττος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ζωολ. [[γένος]] τελεόστεων οστεοϊχθύων της οικογένειας cottidae<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[κύβος]], [[ζάρι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κόκορας]], [[πετεινός]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] ποτάμιου ψαριού («ἐν τοῖς ποταμοῖς εἰσιν ἰχθύδια [[ἄττα]] ὑπὸ ταῖς πέτραις, ἃ καλοῦσί τινες κόττους», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[ίππος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με τη λ. [[κοττίς]]. Η λ. ως επιστημον. όρος της ζωολ. [[είναι]] αντιδάνεια, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>cottus</i> <span style="color: red;"><</span> [[κόττος]] «[[είδος]] ποτάμιου ψαριού»].
|mltxt=ο (ΑM [[κόττος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ζωολ. [[γένος]] τελεόστεων οστεοϊχθύων της οικογένειας cottidae<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[κύβος]], [[ζάρι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κόκορας]], [[πετεινός]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] ποτάμιου ψαριού («ἐν τοῖς ποταμοῖς εἰσιν ἰχθύδια [[ἄττα]] ὑπὸ ταῖς πέτραις, ἃ καλοῦσί τινες κόττους», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[ίππος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με τη λ. [[κοττίς]]. Η λ. ως επιστημον. όρος της ζωολ. [[είναι]] αντιδάνεια, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>cottus</i> <span style="color: red;"><</span> [[κόττος]] «[[είδος]] ποτάμιου ψαριού»].
}}
{{elru
|elrutext='''κόττος:''' ὁ предполож., рыба бычок ([[Cottus]] [[gobio]]) Arst.
}}
}}

Revision as of 13:46, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόττος Medium diacritics: κόττος Low diacritics: κόττος Capitals: ΚΟΤΤΟΣ
Transliteration A: kóttos Transliteration B: kottos Transliteration C: kottos Beta Code: ko/ttos

English (LSJ)

ὁ, A = ἀλεκτρυών, prob. in Ezek.Exag.261, cf. Hsch.; also, horse, Id. II a river-fish, Arist.HA534a1. III = κύβος, Cod.Just.1.4.25 (529 A. D.).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 coq, oiseau;
2 chabot, poisson de rivière à grosse tête;
3 = κύβος.
Étymologie: DELG κοττίς.

Russian (Dvoretsky)

κόττος: ὁ предполож., рыба бычок (Cottus gobio) Arst.

Greek (Liddell-Scott)

κόττος: ὁ, ἀλέκτωρ · καὶ εἶδος ἵππου, Ἡσύχ. ΙΙ. εἶδος ποταμίου ἰχθύος, cottus covio, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 16.

Greek Monolingual

ο (ΑM κόττος)
νεοελλ.
(ζωολ. γένος τελεόστεων οστεοϊχθύων της οικογένειας cottidae
μσν.-αρχ.
κύβος, ζάρι
αρχ.
1. κόκορας, πετεινός
2. είδος ποτάμιου ψαριού («ἐν τοῖς ποταμοῖς εἰσιν ἰχθύδια ἄττα ὑπὸ ταῖς πέτραις, ἃ καλοῦσί τινες κόττους», Αριστοτ.)
3. (κατά τον Ησύχ.) ίππος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τη λ. κοττίς. Η λ. ως επιστημον. όρος της ζωολ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. cottus < κόττος «είδος ποτάμιου ψαριού»].