μαστίω: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr

Menander, Monostichoi, 556
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. impér. 2ᵉ sg.</i> μάστιε <i>et impf. 3ᵉ sg.</i> ἐμάστιε;<br />fouetter;<br /><i><b>Moy.</b></i> μαστίομαι <i>(seul. prés.)</i> se fouetter (avec sa queue, <i>en parl. d'un lion</i>).<br />'''Étymologie:''' [[μάστις]].
|btext=<i>seul. prés. impér. 2ᵉ sg.</i> μάστιε <i>et impf. 3ᵉ sg.</i> ἐμάστιε;<br />fouetter;<br /><i><b>Moy.</b></i> μαστίομαι <i>(seul. prés.)</i> se fouetter (avec sa queue, <i>en parl. d'un lion</i>).<br />'''Étymologie:''' [[μάστις]].
}}
{{elru
|elrutext='''μαστίω:''' (только imper. praes. и praes. med.) бить, хлестать (οὐρῇ πλευρὰς μαστίεται, sc. [[λέων]] Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μαστίω:''' μόνο σε ενεστ., [[μαστιγώνω]], [[ραβδίζω]], σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., <i>οὐρῇ πλευρὰς μαστίεται</i>, (το [[λιοντάρι]]) που χτυπάει τα [[πλευρά]] του με την [[ουρά]] του, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''μαστίω:''' μόνο σε ενεστ., [[μαστιγώνω]], [[ραβδίζω]], σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., <i>οὐρῇ πλευρὰς μαστίεται</i>, (το [[λιοντάρι]]) που χτυπάει τα [[πλευρά]] του με την [[ουρά]] του, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''μαστίω:''' (только imper. praes. и praes. med.) бить, хлестать (οὐρῇ πλευρὰς μαστίεται, sc. [[λέων]] Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μαστίω]],<br />to [[whip]], [[scourge]], Il.:—Mid., οὐρῇ πλευρὰς μαστίεται [the [[lion]] lashing his sides with his [[tail]], Il. only in pres.]
|mdlsjtxt=[[μαστίω]],<br />to [[whip]], [[scourge]], Il.:—Mid., οὐρῇ πλευρὰς μαστίεται [the [[lion]] lashing his sides with his [[tail]], Il. only in pres.]
}}
}}

Revision as of 14:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαστίω Medium diacritics: μαστίω Low diacritics: μαστίω Capitals: ΜΑΣΤΙΩ
Transliteration A: mastíō Transliteration B: mastiō Transliteration C: mastio Beta Code: masti/w

English (LSJ)

[ῐ], poet. form of μαστίζω in pres. and impf., whip, scourge, μάστιε νῦν Il.17.622, cf. Hes.Sc.466, Pancrat.Oxy.1085.15, Nonn.D. 1.179, al.:—Med., οὐρῇ δὲ πλευράς τε καὶ ἰσχία ἀμφοτέρωθεν μαστίεται Il.20.171.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. impér. 2ᵉ sg. μάστιε et impf. 3ᵉ sg. ἐμάστιε;
fouetter;
Moy. μαστίομαι (seul. prés.) se fouetter (avec sa queue, en parl. d'un lion).
Étymologie: μάστις.

Russian (Dvoretsky)

μαστίω: (только imper. praes. и praes. med.) бить, хлестать (οὐρῇ πλευρὰς μαστίεται, sc. λέων Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

μαστίω: ποιητ. τύπος τοῦ μαστίζω, μάστιε νῦν Ἰλ. Ν. 622, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 466. ― Μέσ., οὐρῇ δὲ πλευράς τε καὶ ἰσχία ἀμφοτέρωθεν μαστίεται, ἐπὶ λέοντος ἑτοιμαζομένου πρὸς ἐπίθεσιν, τῇ οὐρᾷ μαστίζει ἑαυτὸν κατὰ τὰς πλευρὰς καὶ τὰ ἰσχία ἀμφοτέρωθεν, Ἰλ. Υ. 171.

English (Autenrieth)

= μαστίζω, mid., Il. 20.171.

Greek Monolingual

μαστίω (Α)
(ποιητ. τ. του μαστίζω) μαστίζω, μαστιγώνω, πλήττω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάστιξ «μάστιγα».].

Greek Monotonic

μαστίω: μόνο σε ενεστ., μαστιγώνω, ραβδίζω, σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., οὐρῇ πλευρὰς μαστίεται, (το λιοντάρι) που χτυπάει τα πλευρά του με την ουρά του, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

μαστίω,
to whip, scourge, Il.:—Mid., οὐρῇ πλευρὰς μαστίεται [the lion lashing his sides with his tail, Il. only in pres.]