μνημονευτός: Difference between revisions

From LSJ

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />dont on se souvient.<br />'''Étymologie:''' [[μνημονεύω]].
|btext=ή, όν :<br />dont on se souvient.<br />'''Étymologie:''' [[μνημονεύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μνημονευτός:''' [[удерживаемый в памяти]], [[запоминающийся]] или [[вспоминаемый]] Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μνημονευτός:''' -ή, -όν, αυτός που είναι δυνατόν ή πρέπει να τον θυμόμαστε, σε Αριστ.
|lsmtext='''μνημονευτός:''' -ή, -όν, αυτός που είναι δυνατόν ή πρέπει να τον θυμόμαστε, σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''μνημονευτός:''' [[удерживаемый в памяти]], [[запоминающийся]] или [[вспоминаемый]] Arst.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μνημονευτός]], ή, όν<br />that can be or [[ought]] to be remembered, Arist. [from [[μνημονεύω]]
|mdlsjtxt=[[μνημονευτός]], ή, όν<br />that can be or [[ought]] to be remembered, Arist. [from [[μνημονεύω]]
}}
}}

Revision as of 14:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μνημονευτός Medium diacritics: μνημονευτός Low diacritics: μνημονευτός Capitals: ΜΝΗΜΟΝΕΥΤΟΣ
Transliteration A: mnēmoneutós Transliteration B: mnēmoneutos Transliteration C: mnimoneftos Beta Code: mnhmoneuto/s

English (LSJ)

ή, όν, that can be remembered: τὰ μ. objects of memory, Arist.Rh.1367a24, 1370b1, Mem.449b9,450a24.

German (Pape)

[Seite 194] dessen man sich erinnert, erwähnt, Arist. rhet. 1, 9 memor. 1.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
dont on se souvient.
Étymologie: μνημονεύω.

Russian (Dvoretsky)

μνημονευτός: удерживаемый в памяти, запоминающийся или вспоминаемый Arst.

Greek (Liddell-Scott)

μνημονευτός: -ή, -όν, ὃ δύναται ἢ ὃν πρέπει νὰ μνημονεύῃ τις, νὰ ἐνθυμῆται, Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 25 καὶ 11, 8, π. Μνήμ. 1, 2 καὶ 2.

Greek Monolingual

μνημονευτός, -ή, -όν (Α)
μνημονεύω
1. αυτός τον οποίο μπορεί να μνημονεύει ή να θυμάται κανείς
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά μνημονευτά
όσα είναι δυνατόν να θυμάται κανείς, τα αντικείμενα μνήμης.

Greek Monotonic

μνημονευτός: -ή, -όν, αυτός που είναι δυνατόν ή πρέπει να τον θυμόμαστε, σε Αριστ.

Middle Liddell

μνημονευτός, ή, όν
that can be or ought to be remembered, Arist. [from μνημονεύω