μονόπτωτος: Difference between revisions
From LSJ
Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0204.png Seite 204]] mit [[einem]] Falle od. Casus, Gramm. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0204.png Seite 204]] mit [[einem]] Falle od. Casus, Gramm. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μονόπτωτος:''' грам. однопадежный. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[μονόπτωτος]], -ον)<br /><b>γραμμ.</b> αυτός που έχει μία μόνο [[πτώση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για ρήματα)<br />αυτός που συντάσσεται με μία μόνο [[πτώση]], που δέχεται ένα μόνο [[αντικείμενο]] («το [[ρήμα]] [[τρώω]] [[είναι]] μονόπτωτο, ενώ το [[ρήμα]] <i>λέω</i> [[είναι]] δίπτωτο»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πτωτός]] από θ. <i>πτω</i>- ([[πρβλ]]. [[πτώσις]]) του <i>πί</i>-<i>πτω</i> ([[πρβλ]]. [[άπτωτος]], [[πολύπτωτος]])]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[μονόπτωτος]], -ον)<br /><b>γραμμ.</b> αυτός που έχει μία μόνο [[πτώση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για ρήματα)<br />αυτός που συντάσσεται με μία μόνο [[πτώση]], που δέχεται ένα μόνο [[αντικείμενο]] («το [[ρήμα]] [[τρώω]] [[είναι]] μονόπτωτο, ενώ το [[ρήμα]] <i>λέω</i> [[είναι]] δίπτωτο»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πτωτός]] από θ. <i>πτω</i>- ([[πρβλ]]. [[πτώσις]]) του <i>πί</i>-<i>πτω</i> ([[πρβλ]]. [[άπτωτος]], [[πολύπτωτος]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:45, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, with but one case, A.D.Synt.29.1, Porph.in Cat. 62.4.
German (Pape)
[Seite 204] mit einem Falle od. Casus, Gramm.
Russian (Dvoretsky)
μονόπτωτος: грам. однопадежный.
Greek (Liddell-Scott)
μονόπτωτος: -ον, ὁ ἔχων μίαν μόνον πτῶσιν, Χοιροβοσκ. 1. 370.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μονόπτωτος, -ον)
γραμμ. αυτός που έχει μία μόνο πτώση
νεοελλ.
(για ρήματα)
αυτός που συντάσσεται με μία μόνο πτώση, που δέχεται ένα μόνο αντικείμενο («το ρήμα τρώω είναι μονόπτωτο, ενώ το ρήμα λέω είναι δίπτωτο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + πτωτός από θ. πτω- (πρβλ. πτώσις) του πί-πτω (πρβλ. άπτωτος, πολύπτωτος)].