νεοπηγής: Difference between revisions
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br /><i>c.</i> [[νεοπαγής]]. | |btext=ής, ές :<br /><i>c.</i> [[νεοπαγής]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νεοπηγής:''' [[недавно укрепленный или недавно построенный]] ([[Ῥώμη]] Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νεοπηγής:''' -ές ([[πήγνυμι]]), αυτός που έχει χτιστεί ή κατασκευαστεί πρόσφατα, σε Ανθ. | |lsmtext='''νεοπηγής:''' -ές ([[πήγνυμι]]), αυτός που έχει χτιστεί ή κατασκευαστεί πρόσφατα, σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=νεο-πηγής, ές [[πήγνυμι]]<br />[[lately]] built or made, Anth. | |mdlsjtxt=νεο-πηγής, ές [[πήγνυμι]]<br />[[lately]] built or made, Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:50, 3 October 2022
English (LSJ)
ές, lately built or made, Ῥώμη AP9.808 (Cyrus); γυῖα Orac. ap. Eus.PE4.9:—also νεό-πηκτος, ον, fresh-curdled, τυρός Batr.38; newly burnt, κεραμίς Hp.Mul.2.206; newly built, θάλαμοι Hld.6.11.
German (Pape)
[Seite 243] ές, = νεοπαγής; 'Ρώμη, Cyr. 6 (IX, 808); Coluth. 256 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
c. νεοπαγής.
Russian (Dvoretsky)
νεοπηγής: недавно укрепленный или недавно построенный (Ῥώμη Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
νεοπηγής: -ές, ὁ νεωστὶ κτισθείς, ἢ κατασκευασθείς, Ρώμη Ἀνθ. Π. 9. 808· γυῖα Χρησμ. ἐν Εὐσ. Π. Ε. 146D· - οὕτω νεόπηκτος, ον, ὁ νεωστὶ παγείς, στερεοποιηθείς, «πήξας», τυρὸς Βατραχομ. 38· ὁ νεωστὶ ὀπτηθείς, κέραμος Ἱππ. 673. 23.
Greek Monolingual
νεοπηγής, -ές (Α)
1. αυτός που κτίστηκε πριν από λίγο ή αυτός που κατασκευάστηκε πριν από λίγο
2. αυτός που στερεοποιήθηκε πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -πηγής (< πήγνυμι), πρβλ. ευ-πηγής, καινο-πηγής].
Greek Monotonic
νεοπηγής: -ές (πήγνυμι), αυτός που έχει χτιστεί ή κατασκευαστεί πρόσφατα, σε Ανθ.