ναυσιφόρητος: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />transporté sur des navires.<br />'''Étymologie:''' [[ναῦς]], [[φορέω]].
|btext=ος, ον :<br />transporté sur des navires.<br />'''Étymologie:''' [[ναῦς]], [[φορέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ναυσῐφόρητος:''' [[перевозимый на судах]], [[плывущий на кораблях]] ([[ἄνδρες]] Pind.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ναυσῐφόρητος:''' -ον, αυτός που μεταφέρεται με [[πλοίο]], αυτός που πλέει, σε Πίνδ.
|lsmtext='''ναυσῐφόρητος:''' -ον, αυτός που μεταφέρεται με [[πλοίο]], αυτός που πλέει, σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ναυσῐφόρητος:''' [[перевозимый на судах]], [[плывущий на кораблях]] ([[ἄνδρες]] Pind.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ναυσῐ-φόρητος, ον<br />carried by [[ship]], [[seafaring]], Pind.
|mdlsjtxt=ναυσῐ-φόρητος, ον<br />carried by [[ship]], [[seafaring]], Pind.
}}
}}

Revision as of 14:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναυσιφόρητος Medium diacritics: ναυσιφόρητος Low diacritics: ναυσιφόρητος Capitals: ΝΑΥΣΙΦΟΡΗΤΟΣ
Transliteration A: nausiphórētos Transliteration B: nausiphorētos Transliteration C: nafsiforitos Beta Code: nausifo/rhtos

English (LSJ)

ον, carried by ship, seafaring, ἄνδρες Pi.P.1.33.

German (Pape)

[Seite 232] vom Schiffe getragen, zu Schiffe fahrend, Pind. P. 1, 33, ἄνδρες.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
transporté sur des navires.
Étymologie: ναῦς, φορέω.

Russian (Dvoretsky)

ναυσῐφόρητος: перевозимый на судах, плывущий на кораблях (ἄνδρες Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ναυσῐφόρητος: -ον, ὁ ὑπὸ τῶν νεῶν φερόμενος, ὁ πλέων, Πινδ. Π. 1. 64.

English (Slater)

ναυςῐφόρητος seafaring ναυσιφορήτοις δ' ἀνδράσι (P. 1.33)

Greek Monolingual

ναυσιφόρητος, -ον (Α)
αυτός που μεταφέρεται από πλοίο («ναυσιφορήτοις δ' ἀνδράσι πρῶτα χάρις», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. ναυσί του ναῦς «πλοίο» + -φορητός (< φορῶ)].

Greek Monotonic

ναυσῐφόρητος: -ον, αυτός που μεταφέρεται με πλοίο, αυτός που πλέει, σε Πίνδ.

Middle Liddell

ναυσῐ-φόρητος, ον
carried by ship, seafaring, Pind.