Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ξάσμα: Difference between revisions

From LSJ

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0275.png Seite 275]] τό, die gekrempelte ([[ξαίνω]]) Wolle, Soph. frg. 915 bei Poll. 7, 30.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0275.png Seite 275]] τό, die gekrempelte ([[ξαίνω]]) Wolle, Soph. frg. 915 bei Poll. 7, 30.
}}
{{elru
|elrutext='''ξάσμα:''' ατος τό чесаная шерсть Soph.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[ξάσμα]], -ατος)<br />ξασμένο [[μαλλί]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[ποσότητα]] λαναρισμένου κανναθιού την οποία έχει [[εκάστοτε]] στη [[ζώνη]] του ο [[σχοινοπλόκος]] για να πλέξει το [[σχοινί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ξασ</i>- του [[ξαίνω]] (<b>πρβλ.</b> παρακμ. <i>ἔ</i>-<i>ξασ</i>-<i>μαι</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ύφασ</i>-<i>μα</i>)].
|mltxt=το (Α [[ξάσμα]], -ατος)<br />ξασμένο [[μαλλί]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[ποσότητα]] λαναρισμένου κανναθιού την οποία έχει [[εκάστοτε]] στη [[ζώνη]] του ο [[σχοινοπλόκος]] για να πλέξει το [[σχοινί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ξασ</i>- του [[ξαίνω]] (<b>πρβλ.</b> παρακμ. <i>ἔ</i>-<i>ξασ</i>-<i>μαι</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ύφασ</i>-<i>μα</i>)].
}}
{{elru
|elrutext='''ξάσμα:''' ατος τό чесаная шерсть Soph.
}}
}}

Revision as of 14:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξάσμα Medium diacritics: ξάσμα Low diacritics: ξάσμα Capitals: ΞΑΣΜΑ
Transliteration A: xásma Transliteration B: xasma Transliteration C: ksasma Beta Code: ca/sma

English (LSJ)

ατος, τό, carded wool, S.Fr.1073.

German (Pape)

[Seite 275] τό, die gekrempelte (ξαίνω) Wolle, Soph. frg. 915 bei Poll. 7, 30.

Russian (Dvoretsky)

ξάσμα: ατος τό чесаная шерсть Soph.

Greek (Liddell-Scott)

ξάσμα: τό, ἔριον ἐξασμένον, «λαναρισμένον», Σοφ. Ἀποσπ. 915.

Greek Monolingual

το (Α ξάσμα, -ατος)
ξασμένο μαλλί
νεοελλ.
η ποσότητα λαναρισμένου κανναθιού την οποία έχει εκάστοτε στη ζώνη του ο σχοινοπλόκος για να πλέξει το σχοινί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξασ- του ξαίνω (πρβλ. παρακμ. -ξασ-μαι) + κατάλ. -μα (πρβλ. ύφασ-μα)].