νηρίτης: Difference between revisions
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
m (Text replacement - " :" to ":") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=nhri/ths | |Beta Code=nhri/ths | ||
|Definition=v. [[νηρείτης]]. | |Definition=v. [[νηρείτης]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νηρίτης:''' (ῑ) и [[νηρείτης]], ου ὁ нерит (род морского моллюска) Arst. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νηρίτης]] και [[νηρείτης]], ὁ (Α)<br />[[ονομασία]] διαφόρων ειδών θαλάσσιων κοχλιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η λ. έχει συνδεθεί παρετυμολογικά με το ανθρωπωνύμιο [[Νηρεύς]], απ' όπου και η γρφ. [[νηρείτης]]. Ο παρλλ. τ. της λ. [[ἀναρίτης]] γεννά προβλήματα λόγω του αρκτικού <i>α</i>-, ενώ η [[σύνδεση]] της λ. με [[νηρόν]] «[[νερό]]» αποκλείεται, λόγω του ότι ο τ. [[νηρόν]] [[είναι]] μτγν. Τέλος, η [[σύνδεση]] με [[νήριτος]] «[[αναρίθμητος]]» δεν θεωρείται πιθανή]. | |mltxt=[[νηρίτης]] και [[νηρείτης]], ὁ (Α)<br />[[ονομασία]] διαφόρων ειδών θαλάσσιων κοχλιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η λ. έχει συνδεθεί παρετυμολογικά με το ανθρωπωνύμιο [[Νηρεύς]], απ' όπου και η γρφ. [[νηρείτης]]. Ο παρλλ. τ. της λ. [[ἀναρίτης]] γεννά προβλήματα λόγω του αρκτικού <i>α</i>-, ενώ η [[σύνδεση]] της λ. με [[νηρόν]] «[[νερό]]» αποκλείεται, λόγω του ότι ο τ. [[νηρόν]] [[είναι]] μτγν. Τέλος, η [[σύνδεση]] με [[νήριτος]] «[[αναρίθμητος]]» δεν θεωρείται πιθανή]. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |
Revision as of 14:58, 3 October 2022
English (LSJ)
v. νηρείτης.
Russian (Dvoretsky)
νηρίτης: (ῑ) и νηρείτης, ου ὁ нерит (род морского моллюска) Arst.
Greek (Liddell-Scott)
νηρίτης: [ῑ], ἴδε νηρείτης.
Greek Monolingual
νηρίτης και νηρείτης, ὁ (Α)
ονομασία διαφόρων ειδών θαλάσσιων κοχλιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. έχει συνδεθεί παρετυμολογικά με το ανθρωπωνύμιο Νηρεύς, απ' όπου και η γρφ. νηρείτης. Ο παρλλ. τ. της λ. ἀναρίτης γεννά προβλήματα λόγω του αρκτικού α-, ενώ η σύνδεση της λ. με νηρόν «νερό» αποκλείεται, λόγω του ότι ο τ. νηρόν είναι μτγν. Τέλος, η σύνδεση με νήριτος «αναρίθμητος» δεν θεωρείται πιθανή].
Frisk Etymological English
(-εί-)
Grammatical information: m.
Meaning: several kinds of sea-snails (Arist.); Thompson Fishes s.v.
Other forms: Besides ἀναρίτας (Ibyc., Epich.), ἀνηρίτης (Herod.); on the Anlaut Lejeune Rev. ét. anc. 45, 141 n. 4.
Compounds: νηριτοτρόφος (A. Fr. 312), but see Leumann, Hom. Wörter 245.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: The usual notation with -εί- may rest on association with Νήρειος, Νηρεύς; the in itself not probable connection with νηρόν water is strongly endangered by the forms ἀναρ-, ἀνηρ- that begin with a vowel. Cf. Redard 81 a. 248 n. 3. Fur. 372 takes the varying initial as evidence for Pre-Greek.
Frisk Etymology German
νηρίτης: (-εί-)
{nērítēs}
Grammar: m.
Meaning: Art Meeresschnecke (Arist.).
Derivative: Daneben ἀναρίτας (Ibyk., Epich.), ἀνηρίτης (Herod.); zum Anlaut Lejeune Rev. ét. anc. 45, 141 A. 4.
Etymology: Die geläufige Schreibung mit -εί- kann auf Assoziation mit Νήρειος, Νηρεύς beruhen; die an sich nicht wahrscheinliche Anknüpfung an νηρόν Wasser wird schon durch die vokalisch anlautenden ἀναρ-, ἀνηρ- stark gefährdet. Vgl. Redard 81 u. 248 A. 3.
Page 2,316