νεοζυγής: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />nouvellement mis sous le joug, nouvellement attelé.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[ζεύγνυμι]]. | |btext=ής, ές :<br />nouvellement mis sous le joug, nouvellement attelé.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[ζεύγνυμι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νεοζῠγής:''' [[с недавнего времени идущий в запряжке]], [[на которого недавно надели ярмо]] ([[πῶλος]] Aesch.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νεοζῠγής:''' -ές, = [[νεόζυγος]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''νεοζῠγής:''' -ές, = [[νεόζυγος]], σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 14:59, 3 October 2022
English (LSJ)
ές,Aνεόζυγος (newly yoked, new-married, newly-yoked, newly-married) πῶλος A.Pr.1009; νεοζυγέεσσι φαλάροισιν Tryph.155: metaph., νεοζυγέων ὑμεναίων Nonn.D.48.237.
German (Pape)
[Seite 241] ές, = νεόζυγος; πῶλος, Aesch. Prom. 1011; ἅρμα, Choeril. bei Schol. Arist. rh. 3, 14.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
nouvellement mis sous le joug, nouvellement attelé.
Étymologie: νέος, ζεύγνυμι.
Russian (Dvoretsky)
νεοζῠγής: с недавнего времени идущий в запряжке, на которого недавно надели ярмо (πῶλος Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
νεοζῠγής: -ές, = νεόζυγος, πῶλος Αἰσχύλ. Πρ. 1009· νεοζυγέεσι φαλάροισιν Τρυφιόδ. 155· - μεταφ., νεοζυγέων ὑμεναίων Νόνν. Δ. 48. 237.
Greek Monolingual
νεοζυγής, -ές (Α)
1. (για ζώα) αυτός που τέθηκε κάτω από τον ζυγό πρόσφατα («δάκνων δὲ στόμιον ὡς νεοζυγὴς πῶλος», Αισχύλ.)
2. μτφ. αυτός που τέθηκε κάτω από τον ζυγό του γάμου πρόσφατα, νιόπαντρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -ζυγής (< ζυγός), πρβλ. ισο-ζυγής].
Greek Monotonic
νεοζῠγής: -ές, = νεόζυγος, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
νεο-ζῠγής, ές = νεόζυγος, Aesch.]