ξιφιστήρ: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />baudrier.<br />'''Étymologie:''' [[ξίφος]].
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />baudrier.<br />'''Étymologie:''' [[ξίφος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ξῐφιστήρ:''' ῆρος ὁ перевязь или ножны для меча Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ξῐφιστήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[ξίφος]]), [[ζώνη]], [[ζωστήρας]] ([[τελαμών]]), όπου προσδένεται το [[ξίφος]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ξῐφιστήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[ξίφος]]), [[ζώνη]], [[ζωστήρας]] ([[τελαμών]]), όπου προσδένεται το [[ξίφος]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ξῐφιστήρ:''' ῆρος ὁ перевязь или ножны для меча Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ξῐφιστήρ, ῆρος, ὁ, [[ξίφος]]<br />a [[sword]]-[[belt]], Plut.
|mdlsjtxt=ξῐφιστήρ, ῆρος, ὁ, [[ξίφος]]<br />a [[sword]]-[[belt]], Plut.
}}
}}

Revision as of 15:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῐφιστήρ Medium diacritics: ξιφιστήρ Low diacritics: ξιφιστήρ Capitals: ΞΙΦΙΣΤΗΡ
Transliteration A: xiphistḗr Transliteration B: xiphistēr Transliteration C: ksifistir Beta Code: cifisth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, sword-belt, PCair. Zen35.2 (iii B.C.). Plu.Pomp.42, Hld.9.23.

German (Pape)

[Seite 280] ῆρος, ὁ, = Folgdm; Plut. Pomp. 42; Heliod. 9, 23.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
baudrier.
Étymologie: ξίφος.

Russian (Dvoretsky)

ξῐφιστήρ: ῆρος ὁ перевязь или ножны для меча Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ξῐφιστήρ: ῆρος, ὁ, τελαμὼν ξίφους, Πλουτ. Πομπ. 42, Ἡλιόδ. 9. 23.

Greek Monolingual

ξιφιστήρ, ὁ (Α)
λωρίδα από την οποία κρεμούσαν το ξίφος, ζωστήρας ξίφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξιφίζω + επίθημα -τήρ (πρβλ. βραχιονισ-τήρ, κορυφισ-τήρ) ή απευθείας από ξίφος.

Greek Monotonic

ξῐφιστήρ: -ῆρος, ὁ (ξίφος), ζώνη, ζωστήρας (τελαμών), όπου προσδένεται το ξίφος, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ξῐφιστήρ, ῆρος, ὁ, ξίφος
a sword-belt, Plut.