νουμήνιος: Difference between revisions
οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />de la nouvelle lune, du premier jour du mois.<br />'''Étymologie:''' [[νουμηνία]]. | |btext=ος, ον :<br />de la nouvelle lune, du premier jour du mois.<br />'''Étymologie:''' [[νουμηνία]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νουμήνιος:''' <b class="num">II</b> ὁ зоол. предполож. кроншнеп: ξυνῆλθεν [[ἀτταγᾶς]] τε καὶ ν. погов. [[Timon]] ap. Diog. L. сошлись кулик с кроншнепом (о неустойчивой связи).<br />употребляемый в праздник новолуния (ἄρτοι Luc.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (Α [[νουμήνιος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στη [[νουμηνία]] ή αυτός που χρησιμοποιείται [[κατά]] την περίοδο της νουμηνίας («ἄρτοι μέν τοι [[ἦσαν]] σιφαῖοι,... ἄλλοι νουμήνιοι», Λουκ.)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[νουμήνιος]]<br />[[είδος]] πτηνού που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] τών σκολοπακιδών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παροιμ.</b> «συνῆλθεν ἀτταγᾱς καὶ [[νουμήνιος]]» — λέγεται στις περιπτώσεις [[κατά]] τις οποίες οι άνθρωποι συναναστρέφονται με άτομα του ίδιου χαρακτήρα με αυτούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. [[σχηματισμός]] από τη λ. [[νουμηνία]]. | |mltxt=-α, -ο (Α [[νουμήνιος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στη [[νουμηνία]] ή αυτός που χρησιμοποιείται [[κατά]] την περίοδο της νουμηνίας («ἄρτοι μέν τοι [[ἦσαν]] σιφαῖοι,... ἄλλοι νουμήνιοι», Λουκ.)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[νουμήνιος]]<br />[[είδος]] πτηνού που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] τών σκολοπακιδών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παροιμ.</b> «συνῆλθεν ἀτταγᾱς καὶ [[νουμήνιος]]» — λέγεται στις περιπτώσεις [[κατά]] τις οποίες οι άνθρωποι συναναστρέφονται με άτομα του ίδιου χαρακτήρα με αυτούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. [[σχηματισμός]] από τη λ. [[νουμηνία]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:07, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, Att. contr. for νεομήνιος, A used at the new moon, ἄρτοι Luc.Lex.6. II as substantive, perhaps a kind of curlew: prov., ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ ν. 'birds of a feather flock together', D.L.9.114.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de la nouvelle lune, du premier jour du mois.
Étymologie: νουμηνία.
Russian (Dvoretsky)
νουμήνιος: II ὁ зоол. предполож. кроншнеп: ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ ν. погов. Timon ap. Diog. L. сошлись кулик с кроншнепом (о неустойчивой связи).
употребляемый в праздник новолуния (ἄρτοι Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
νουμήνιος: -ον, Ἀττ. συνηρ. ἀντὶ τοῦ νεομήνιος, ἐν χρήσει κατὰ τὴν νέαν σελήνην, ἄρτοι Λουκ. Λεξιφάν. 6. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., εἶδος πελαργοειδοῦς πτηνοῦ· - καθ’ Ἡσύχ.: «νουμήνιος· ὄρνεον ὅμοιον ἀτταγᾷ ὄν, ὁ καὶ τροχίλος»: παροιμ., ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ ν., «ὅμοιος ’ς τὸν ὅμοιον», Διογ. Λ. 9. 114.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α νουμήνιος, -ον)
1. αυτός που ανήκει στη νουμηνία ή αυτός που χρησιμοποιείται κατά την περίοδο της νουμηνίας («ἄρτοι μέν τοι ἦσαν σιφαῖοι,... ἄλλοι νουμήνιοι», Λουκ.)
2. το αρσ. ως ουσ. ο νουμήνιος
είδος πτηνού που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια τών σκολοπακιδών
αρχ.
παροιμ. «συνῆλθεν ἀτταγᾱς καὶ νουμήνιος» — λέγεται στις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι άνθρωποι συναναστρέφονται με άτομα του ίδιου χαρακτήρα με αυτούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από τη λ. νουμηνία.