παρασύνθετος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau

Menander, Monostichoi, 469
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)" to "")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0501.png Seite 501]] bes. τὰ παρασύνθετα, Wörter, die von zusammengesetzten abgeleitet od. gebildet sind, Gramm., auch adv.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0501.png Seite 501]] bes. τὰ παρασύνθετα, Wörter, die von zusammengesetzten abgeleitet od. gebildet sind, Gramm., auch adv.
}}
{{elru
|elrutext='''παρασύνθετος:''' грам. произведенный от составного слова.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[παρασύνθετος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που παράγεται, που σχηματίζεται από σύνθετη [[λέξη]] («το ρ. [[αποστατώ]] [[είναι]] παρασύνθετο, [[επειδή]] παράγεται από τη σύνθετη [[λέξη]] [[αποστάτης]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που παράγεται από δύο ή περισσότερες λέξεις που συνεκφέρονται, π.χ. [[Αρεοπαγίτης]] <span style="color: red;"><</span> Άρειος Πάγος, Αγιοταφίτης <span style="color: red;"><</span> Άγιος Τάφος<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ.</b>) <i>τα παρασύνθετα</i><br />οι παρασύνθετες λέξεις.
|mltxt=-η, -ο / [[παρασύνθετος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που παράγεται, που σχηματίζεται από σύνθετη [[λέξη]] («το ρ. [[αποστατώ]] [[είναι]] παρασύνθετο, [[επειδή]] παράγεται από τη σύνθετη [[λέξη]] [[αποστάτης]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που παράγεται από δύο ή περισσότερες λέξεις που συνεκφέρονται, π.χ. [[Αρεοπαγίτης]] <span style="color: red;"><</span> Άρειος Πάγος, Αγιοταφίτης <span style="color: red;"><</span> Άγιος Τάφος<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ.</b>) <i>τα παρασύνθετα</i><br />οι παρασύνθετες λέξεις.
}}
{{elru
|elrutext='''παρασύνθετος:''' грам. произведенный от составного слова.
}}
}}

Revision as of 15:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρασύνθετος Medium diacritics: παρασύνθετος Low diacritics: παρασύνθετος Capitals: ΠΑΡΑΣΥΝΘΕΤΟΣ
Transliteration A: parasýnthetos Transliteration B: parasynthetos Transliteration C: parasynthetos Beta Code: parasu/nqetos

English (LSJ)

ον, formed from a compound, A.D.Synt.330.5, EM131.42, 155.56, 493.18. Adv. -τως An.Ox.3.182.

German (Pape)

[Seite 501] bes. τὰ παρασύνθετα, Wörter, die von zusammengesetzten abgeleitet od. gebildet sind, Gramm., auch adv.

Russian (Dvoretsky)

παρασύνθετος: грам. произведенный от составного слова.

Greek (Liddell-Scott)

παρασύνθετος: -ον, ὁ ἀπὸ συνθέτου παραγόμενος, Ἀπολλ. π. Συντάξ. 324, Ἐτυμολ. Μέγ. 131. 42., 155, έν τέλ. 493. 18· ἀλλὰ παρασύνθεσις ἑρμηνεύεται ὑπὸ τοῦ Φαβωρ. ἐν λ. πρόθεσις ὡς σημαῖνον σύνθεσις προθέσεως μετὰ ῥήματος ἀρχομένου ἀπὸ φωνήεντος, ὡς κάθημαι.

Greek Monolingual

-η, -ο / παρασύνθετος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που παράγεται, που σχηματίζεται από σύνθετη λέξη («το ρ. αποστατώ είναι παρασύνθετο, επειδή παράγεται από τη σύνθετη λέξη αποστάτης»)
νεοελλ.
1. αυτός που παράγεται από δύο ή περισσότερες λέξεις που συνεκφέρονται, π.χ. Αρεοπαγίτης < Άρειος Πάγος, Αγιοταφίτης < Άγιος Τάφος
2. (το ουδ. πληθ.) τα παρασύνθετα
οι παρασύνθετες λέξεις.