περισσάκις: Difference between revisions
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>adv.</i><br />un nombre de fois impair.<br />'''Étymologie:''' [[περισσός]], -ακις. | |btext=<i>adv.</i><br />un nombre de fois impair.<br />'''Étymologie:''' [[περισσός]], -ακις. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περισσάκις:''' атт. [[περιττάκις]] (ᾰ) adv. нечетное число раз Plat., Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και αττ. [[περιττάκις]] Α<br /><b>επίρρ.</b> (για αριθμούς) [[κατά]] περιττό αριθμό, μονά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[περισσός]] / [[περιττός]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>άκις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πολλ</i>-<i>άκις</i>)]. | |mltxt=και αττ. [[περιττάκις]] Α<br /><b>επίρρ.</b> (για αριθμούς) [[κατά]] περιττό αριθμό, μονά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[περισσός]] / [[περιττός]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>άκις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πολλ</i>-<i>άκις</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:20, 3 October 2022
English (LSJ)
Att. περιττάκις, Adv. of περισσός, of numbers, taken an odd number of times, multiplied by an odd number, for an odd number of times, Pl.Prm. 144a, Plu.2.744a, etc.
German (Pape)
[Seite 592] adv. zu περισσός, auf eine ungrade Weise, in Zahlverhältnissen, wie z. B. 9 das Quadrat einer ungraden Wurzel, 3, und zwar auf eine ungrade Weise ist, nämlich durch Multiplication mit einer ungraden Zahl, vgl. Plat. Parmen. 143 e; Plut. Symp. 9, 14.
French (Bailly abrégé)
adv.
un nombre de fois impair.
Étymologie: περισσός, -ακις.
Russian (Dvoretsky)
περισσάκις: атт. περιττάκις (ᾰ) adv. нечетное число раз Plat., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
περισσάκις: μεταγ. Ἀττ. περιττ-, ἐπίρρ. τοῦ περισσός, ἐπὶ ἀριθμῶν, λαμβανόμενος περιττῶς, πολλαπλασιαζόμενος διὰ περιττοῦ ἀριθμοῦ, π. χ. τὸ 9 εἶναι τετράγωνον τῆς περιττῆς ῥίζης 3, ὅθεν εἶναι περιττάκις περιττός, Πλάτ. Παρμ. 144Α, Πλούτ. 2. 744Α, κτλ.
Greek Monolingual
και αττ. περιττάκις Α
επίρρ. (για αριθμούς) κατά περιττό αριθμό, μονά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός / περιττός + επιρρμ. κατάλ. -άκις (πρβλ. πολλ-άκις)].