ποινῆτις: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ιδος<br /><i>adj. f. de</i> [[ποινητήρ]]. | |btext=ιδος<br /><i>adj. f. de</i> [[ποινητήρ]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ποινῆτις:''' ῐδος ἡ карательница, мстительница (π. [[Ἐρινύς]] Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ποινῆτις:''' -ιδος, ἡ ([[ποινάω]]), αυτή που εκδικείται, σε Ανθ. | |lsmtext='''ποινῆτις:''' -ιδος, ἡ ([[ποινάω]]), αυτή που εκδικείται, σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ποινῆτις]], ιδος, ἡ, [[ποινάω]]<br />[[avenging]], Anth. | |mdlsjtxt=[[ποινῆτις]], ιδος, ἡ, [[ποινάω]]<br />[[avenging]], Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:20, 3 October 2022
English (LSJ)
ιδος, ἡ, avenging, AP7.745.5 (Antip. Sid.).
French (Bailly abrégé)
ιδος
adj. f. de ποινητήρ.
Russian (Dvoretsky)
ποινῆτις: ῐδος ἡ карательница, мстительница (π. Ἐρινύς Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ποινῆτις: -ιδος, ἡ, ἡ ἐκδικουμένη, τιμωροῦσα, Ἀνθ. Π. 7. 745.
Greek Monolingual
-ήτιδος, ἡ, Α
αυτή που εκδικείται, που τιμωρεί, η εκδικήτρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποινῶμαι + επίθημα -τις (πρβλ. κυβερνῆ-τις)].
Greek Monotonic
ποινῆτις: -ιδος, ἡ (ποινάω), αυτή που εκδικείται, σε Ανθ.