πρωτόπολις: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ὁ, ἡ)<br />le premier dans l'État.<br />'''Étymologie:''' [[πρῶτος]], [[πόλις]].
|btext=εως (ὁ, ἡ)<br />le premier dans l'État.<br />'''Étymologie:''' [[πρῶτος]], [[πόλις]].
}}
{{elru
|elrutext='''πρωτόπολις:''' εως adj. первый в городе, т. е. важнейший для города ([[τύχη]] Pind., Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-όλεως, ὁ, ἡ, ΜΑ, και ποιητ. τ. πρωτόπτολις, Μ<br />ο [[πρώτος]] ή η πρώτη [[μέσα]] στην [[πόλη]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[πρωτόπολις]]<br />η πρώτη [[πόλη]].
|mltxt=-όλεως, ὁ, ἡ, ΜΑ, και ποιητ. τ. πρωτόπτολις, Μ<br />ο [[πρώτος]] ή η πρώτη [[μέσα]] στην [[πόλη]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[πρωτόπολις]]<br />η πρώτη [[πόλη]].
}}
{{elru
|elrutext='''πρωτόπολις:''' εως adj. первый в городе, т. е. важнейший для города ([[τύχη]] Pind., Plut.).
}}
}}

Revision as of 15:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωτόπολις Medium diacritics: πρωτόπολις Low diacritics: πρωτόπολις Capitals: ΠΡΩΤΟΠΟΛΙΣ
Transliteration A: prōtópolis Transliteration B: prōtopolis Transliteration C: protopolis Beta Code: prwto/polis

English (LSJ)

εως, ὁ, ἡ, first in the city, Τύχη Plu.2.322c.

German (Pape)

[Seite 805] ὁ, ἡ, der, die Erste im Staat; τύχη, Plut. de fort. Rom. 10, vielleicht aus Pind. tr. 14.

French (Bailly abrégé)

εως (ὁ, ἡ)
le premier dans l'État.
Étymologie: πρῶτος, πόλις.

Russian (Dvoretsky)

πρωτόπολις: εως adj. первый в городе, т. е. важнейший для города (τύχη Pind., Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

πρωτόπολις: -εως, ὁ, ἡ, ὁ πρῶτος ἐν τῇ πόλει, τύχη Πινδ. Ἀποσπ. 14. 2) ἡ πρώτη πόλις, πρὸς πόλιν τὴν πρωτόπολιν Κ. Μανασσ. Χρον. 2622 ‒ πρωτόπτολις, Νόνν. Διονυσ. 41. 357.

Greek Monolingual

-όλεως, ὁ, ἡ, ΜΑ, και ποιητ. τ. πρωτόπτολις, Μ
ο πρώτος ή η πρώτη μέσα στην πόλη
μσν.
το θηλ. ως ουσ.πρωτόπολις
η πρώτη πόλη.