προκόσμημα: Difference between revisions

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0731.png Seite 731]] τό, vorn angebrachter Putz, Sp., wie Longin. 43, 3, D. L. prooem., u. Inscr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0731.png Seite 731]] τό, vorn angebrachter Putz, Sp., wie Longin. 43, 3, D. L. prooem., u. Inscr.
}}
{{elru
|elrutext='''προκόσμημα:''' ατος τό (наружное) украшение, драгоценность (προκοσμήματα καὶ χρυσοφορίαι Diog. L.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[κόσμημα]], [[στολίδι]] που φέρεται στο πρόσθιο [[μέρος]] του σώματος<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[προκόσμημα]] κακίας» — [[προκάλυμμα]] της κακίας.
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[κόσμημα]], [[στολίδι]] που φέρεται στο πρόσθιο [[μέρος]] του σώματος<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[προκόσμημα]] κακίας» — [[προκάλυμμα]] της κακίας.
}}
{{elru
|elrutext='''προκόσμημα:''' ατος τό (наружное) украшение, драгоценность (προκοσμήματα καὶ χρυσοφορίαι Diog. L.).
}}
}}

Revision as of 15:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκόσμημα Medium diacritics: προκόσμημα Low diacritics: προκόσμημα Capitals: ΠΡΟΚΟΣΜΗΜΑ
Transliteration A: prokósmēma Transliteration B: prokosmēma Transliteration C: prokosmima Beta Code: proko/smhma

English (LSJ)

ατος, τό, ornament in front, showy ornament, Longin. 43.3, D.L.Prooem.7; π. κακίας Id.6.72: pl., of a ceiling, J.BJ5.4.4.

German (Pape)

[Seite 731] τό, vorn angebrachter Putz, Sp., wie Longin. 43, 3, D. L. prooem., u. Inscr.

Russian (Dvoretsky)

προκόσμημα: ατος τό (наружное) украшение, драгоценность (προκοσμήματα καὶ χρυσοφορίαι Diog. L.).

Greek (Liddell-Scott)

προκόσμημα: τό, κόσμημα ἔμπροσθεν κείμενον, ἐπιδεικτικὸν κόσμημα, Συλλ. Ἐπιγρ. 3080, Διογ. Λ. προοίμ. 7, Λογγῖν. 43· πρ. κακίας Διογ. Λ. 6. 72.

Greek Monolingual

τὸ, Α
1. κόσμημα, στολίδι που φέρεται στο πρόσθιο μέρος του σώματος
2. φρ. «προκόσμημα κακίας» — προκάλυμμα της κακίας.