προκόσμημα: Difference between revisions
From LSJ
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0731.png Seite 731]] τό, vorn angebrachter Putz, Sp., wie Longin. 43, 3, D. L. prooem., u. Inscr. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0731.png Seite 731]] τό, vorn angebrachter Putz, Sp., wie Longin. 43, 3, D. L. prooem., u. Inscr. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προκόσμημα:''' ατος τό (наружное) украшение, драгоценность (προκοσμήματα καὶ χρυσοφορίαι Diog. L.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[κόσμημα]], [[στολίδι]] που φέρεται στο πρόσθιο [[μέρος]] του σώματος<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[προκόσμημα]] κακίας» — [[προκάλυμμα]] της κακίας. | |mltxt=τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[κόσμημα]], [[στολίδι]] που φέρεται στο πρόσθιο [[μέρος]] του σώματος<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[προκόσμημα]] κακίας» — [[προκάλυμμα]] της κακίας. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:35, 3 October 2022
English (LSJ)
ατος, τό, ornament in front, showy ornament, Longin. 43.3, D.L.Prooem.7; π. κακίας Id.6.72: pl., of a ceiling, J.BJ5.4.4.
German (Pape)
[Seite 731] τό, vorn angebrachter Putz, Sp., wie Longin. 43, 3, D. L. prooem., u. Inscr.
Russian (Dvoretsky)
προκόσμημα: ατος τό (наружное) украшение, драгоценность (προκοσμήματα καὶ χρυσοφορίαι Diog. L.).
Greek (Liddell-Scott)
προκόσμημα: τό, κόσμημα ἔμπροσθεν κείμενον, ἐπιδεικτικὸν κόσμημα, Συλλ. Ἐπιγρ. 3080, Διογ. Λ. προοίμ. 7, Λογγῖν. 43· πρ. κακίας Διογ. Λ. 6. 72.
Greek Monolingual
τὸ, Α
1. κόσμημα, στολίδι που φέρεται στο πρόσθιο μέρος του σώματος
2. φρ. «προκόσμημα κακίας» — προκάλυμμα της κακίας.