προσφωνήεις: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0787.png Seite 787]] εσσα, εν, anredend, anzureden fähig, εἰ [[ποτιφωνήεις]] γένοιο, Od. 9, 456.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0787.png Seite 787]] εσσα, εν, anredend, anzureden fähig, εἰ [[ποτιφωνήεις]] γένοιο, Od. 9, 456.
}}
{{elru
|elrutext='''προσφωνήεις:''' дор. [[ποτιφωνήεις]], ήεσσα, ῆεν способный говорить, владеющий даром речи Hom.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσφωνήεις:''' -εσσα, -εν, αυτός που προσφωνεί, [[ικανός]] να προσφωνήσει, σε Ομήρ. Οδ., στον Δωρ. τύπο ποτι-[[φωνήεις]].
|lsmtext='''προσφωνήεις:''' -εσσα, -εν, αυτός που προσφωνεί, [[ικανός]] να προσφωνήσει, σε Ομήρ. Οδ., στον Δωρ. τύπο ποτι-[[φωνήεις]].
}}
{{elru
|elrutext='''προσφωνήεις:''' дор. [[ποτιφωνήεις]], ήεσσα, ῆεν способный говорить, владеющий даром речи Hom.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=προσ-[[φωνήεις]], εσσα, εν [from [[προσφωνέω]]<br />addressing, [[capable]] of addressing, Od.
|mdlsjtxt=προσ-[[φωνήεις]], εσσα, εν [from [[προσφωνέω]]<br />addressing, [[capable]] of addressing, Od.
}}
}}

Revision as of 15:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσφωνήεις Medium diacritics: προσφωνήεις Low diacritics: προσφωνήεις Capitals: ΠΡΟΣΦΩΝΗΕΙΣ
Transliteration A: prosphōnḗeis Transliteration B: prosphōnēeis Transliteration C: prosfonieis Beta Code: prosfwnh/eis

English (LSJ)

Ep. ποτιφωνήεις, εσσα, εν, addressing, capable of addressing, Od.9.456.

German (Pape)

[Seite 787] εσσα, εν, anredend, anzureden fähig, εἰ ποτιφωνήεις γένοιο, Od. 9, 456.

Russian (Dvoretsky)

προσφωνήεις: дор. ποτιφωνήεις, ήεσσα, ῆεν способный говорить, владеющий даром речи Hom.

Greek (Liddell-Scott)

προσφωνήεις: εσσα, εν, προσφωνῶν, δυνάμενος νὰ προσφωνήσῃ, Ὀδ. Ι. 456, ἐν τῷ Δωρ. τύπῳ ποτιφωνήεις.

Greek Monolingual

-εσσα, -εν, Α
ο ικανός να προσφωνήσει κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + φωνήεις (< φωνή)].

Greek Monotonic

προσφωνήεις: -εσσα, -εν, αυτός που προσφωνεί, ικανός να προσφωνήσει, σε Ομήρ. Οδ., στον Δωρ. τύπο ποτι-φωνήεις.

Middle Liddell

προσ-φωνήεις, εσσα, εν [from προσφωνέω
addressing, capable of addressing, Od.