πόλιον: Difference between revisions

From LSJ

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0655.png Seite 655]] τό, ein stark riechendes Kraut, polium, nach seinen grau-grünen Blättern benannt; Nic. Th. 64; Theophr. u. Diosc.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0655.png Seite 655]] τό, ein stark riechendes Kraut, polium, nach seinen grau-grünen Blättern benannt; Nic. Th. 64; Theophr. u. Diosc.
}}
{{elru
|elrutext='''πόλιον:''' τό бот. предполож. дубровка ([[Teucria]] [[polium]] или Veronica [[chamaedrys]]) Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[είδος]] ποώδους πολυετούς φαρμακευτικού φυτού<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] [[έρπυλλος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[πόλιον]] θαμνωδέστερον» — το [[φυτό]] [[τεύκριον]] το κρητικόν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. [[πολιός]], με αναβιβασμό τόνου. Το [[φυτό]] ονομάστηκε [[έτσι]] λόγω του χρώματος του άνθους του].
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[είδος]] ποώδους πολυετούς φαρμακευτικού φυτού<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] [[έρπυλλος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[πόλιον]] θαμνωδέστερον» — το [[φυτό]] [[τεύκριον]] το κρητικόν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. [[πολιός]], με αναβιβασμό τόνου. Το [[φυτό]] ονομάστηκε [[έτσι]] λόγω του χρώματος του άνθους του].
}}
{{elru
|elrutext='''πόλιον:''' τό бот. предполож. дубровка ([[Teucria]] [[polium]] или Veronica [[chamaedrys]]) Plut.
}}
}}

Revision as of 15:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πόλιον Medium diacritics: πόλιον Low diacritics: πόλιον Capitals: ΠΟΛΙΟΝ
Transliteration A: pólion Transliteration B: polion Transliteration C: polion Beta Code: po/lion

English (LSJ)

τό, A hulwort, Teucrium Polium, said to cause caprification, Thphr.HP2.8.3, cf. 1.10.4, 7.10.5, Nic.Th.64, Orph.A.919, Dsc.3.110, Gal.6.731. 2 π. θαμνωδέστερον, Teucrium creticum, Dsc. l. c. 3 = ἕρπυλλος, Ps.-Dsc.3.38. (Cf. πολιόφυλλον.)

German (Pape)

[Seite 655] τό, ein stark riechendes Kraut, polium, nach seinen grau-grünen Blättern benannt; Nic. Th. 64; Theophr. u. Diosc.

Russian (Dvoretsky)

πόλιον: τό бот. предполож. дубровка (Teucria polium или Veronica chamaedrys) Plut.

Greek (Liddell-Scott)

πόλιον: τό, ἀρωματικόν τι φυτόν, ἴσως τὸ Teucrium polium, καὶ ποιωδῶν ἀείζωον, πόλιον Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 10, 4.

Greek Monolingual

τὸ, Α
1. είδος ποώδους πολυετούς φαρμακευτικού φυτού
2. το φυτό έρπυλλος
3. φρ. «πόλιον θαμνωδέστερον» — το φυτό τεύκριον το κρητικόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. πολιός, με αναβιβασμό τόνου. Το φυτό ονομάστηκε έτσι λόγω του χρώματος του άνθους του].