συνεποκέλλω: Difference between revisions

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=aborder ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐποκέλλω]].
|btext=aborder ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐποκέλλω]].
}}
{{elru
|elrutext='''συνεποκέλλω:''' [[вместе причаливать к берегу]] Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[πέφτω]] στην [[ξηρά]] συγχρόνως με άλλους, [[εξοκέλλω]] από κοινού («συνεποκείλαντες ἐξέθηκαν ἐπὶ τὴν γῆν ἄνθρωπον ἔμπνουν καὶ κινούμενον», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐποκέλλω]] «[[σπρώχνω]], [[ρίχνω]] έξω»].
|mltxt=Α<br />[[πέφτω]] στην [[ξηρά]] συγχρόνως με άλλους, [[εξοκέλλω]] από κοινού («συνεποκείλαντες ἐξέθηκαν ἐπὶ τὴν γῆν ἄνθρωπον ἔμπνουν καὶ κινούμενον», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐποκέλλω]] «[[σπρώχνω]], [[ρίχνω]] έξω»].
}}
{{elru
|elrutext='''συνεποκέλλω:''' [[вместе причаливать к берегу]] Plut.
}}
}}

Revision as of 15:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεποκέλλω Medium diacritics: συνεποκέλλω Low diacritics: συνεποκέλλω Capitals: ΣΥΝΕΠΟΚΕΛΛΩ
Transliteration A: synepokéllō Transliteration B: synepokellō Transliteration C: synepokello Beta Code: sunepoke/llw

English (LSJ)

put on land together, Plu.2.161a.

French (Bailly abrégé)

aborder ensemble.
Étymologie: σύν, ἐποκέλλω.

Russian (Dvoretsky)

συνεποκέλλω: вместе причаливать к берегу Plut.

Greek (Liddell-Scott)

συνεποκέλλω: ἐποκέλλω, ἔρχομαι πλησίον εἰς τὴν ξηρὰν ὁμοῦ, «συνεποκείλαντες (δελφῖνες) ἐξέθηκαν ἐπὶ τὴν γῆν ἄνθρωπον ἔμπνουν καὶ κινούμενον» Πλούτ. 2. 161Α.

Greek Monolingual

Α
πέφτω στην ξηρά συγχρόνως με άλλους, εξοκέλλω από κοινού («συνεποκείλαντες ἐξέθηκαν ἐπὶ τὴν γῆν ἄνθρωπον ἔμπνουν καὶ κινούμενον», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐποκέλλω «σπρώχνω, ρίχνω έξω»].