σαρκοφανής: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=sarkofanh/s
|Beta Code=sarkofanh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[with a fleshy outside]], <span class="bibl">S.E.<span class="title">P.</span>1.50</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Subst., [[open-work garment]], <b class="b3">ἄρτι μοι πέμψον σαρκοφανὴν ἔχοντα κτλ</b>. <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span> 936.26</span> (iii A.D.).</span>
|Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[with a fleshy outside]], <span class="bibl">S.E.<span class="title">P.</span>1.50</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Subst., [[open-work garment]], <b class="b3">ἄρτι μοι πέμψον σαρκοφανὴν ἔχοντα κτλ</b>. <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span> 936.26</span> (iii A.D.).</span>
}}
{{elru
|elrutext='''σαρκοφᾰνής:''' [[покрытый плотью]], [[мясистый]] Sext.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει σαρκώδες [[περίβλημα]], που μοιάζει εξωτερικά με [[σάρκα]]<br /><b>2.</b> (στο αρσ. ως ουσ.) ὁ [[σαρκοφανής]]<br />[[ένδυμα]] με ανοίγματα που επέτρεπαν να φαίνεται η [[σάρκα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάρξ]], <i>σαρκός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>φανής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φαίνω]], [[φαίνομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>ιππο</i>-<i>φανής</i>, <i>ξυλο</i>-<i>φανής</i>].
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει σαρκώδες [[περίβλημα]], που μοιάζει εξωτερικά με [[σάρκα]]<br /><b>2.</b> (στο αρσ. ως ουσ.) ὁ [[σαρκοφανής]]<br />[[ένδυμα]] με ανοίγματα που επέτρεπαν να φαίνεται η [[σάρκα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάρξ]], <i>σαρκός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>φανής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φαίνω]], [[φαίνομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>ιππο</i>-<i>φανής</i>, <i>ξυλο</i>-<i>φανής</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''σαρκοφᾰνής:''' [[покрытый плотью]], [[мясистый]] Sext.
}}
}}

Revision as of 15:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαρκοφᾰνής Medium diacritics: σαρκοφανής Low diacritics: σαρκοφανής Capitals: ΣΑΡΚΟΦΑΝΗΣ
Transliteration A: sarkophanḗs Transliteration B: sarkophanēs Transliteration C: sarkofanis Beta Code: sarkofanh/s

English (LSJ)

ές, A with a fleshy outside, S.E.P.1.50. II Subst., open-work garment, ἄρτι μοι πέμψον σαρκοφανὴν ἔχοντα κτλ. POxy. 936.26 (iii A.D.).

Russian (Dvoretsky)

σαρκοφᾰνής: покрытый плотью, мясистый Sext.

Greek (Liddell-Scott)

σαρκοφᾰνής: -ές, ὁ ὡς σὰρξ φαινόμενος, ἔχων σαρκῶδες ἐξωτερικόν, Σέξτ. Ἐμπ. 1. 50.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. αυτός που έχει σαρκώδες περίβλημα, που μοιάζει εξωτερικά με σάρκα
2. (στο αρσ. ως ουσ.) ὁ σαρκοφανής
ένδυμα με ανοίγματα που επέτρεπαν να φαίνεται η σάρκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -φανής (< φαίνω, φαίνομαι), πρβλ. ιππο-φανής, ξυλο-φανής].