ταναόδειρος: Difference between revisions

From LSJ

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />au long cou.<br />'''Étymologie:''' [[ταναός]], [[δειρή]].
|btext=ος, ον :<br />au long cou.<br />'''Étymologie:''' [[ταναός]], [[δειρή]].
}}
{{elru
|elrutext='''τᾰνᾰόδειρος:''' (тж. τᾱ) с длинной шеей ([[οἰωνός]] Arph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τᾰναόδειρος:''' -ον (δείρη), αυτός που έχει μακρύ λαιμό, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''τᾰναόδειρος:''' -ον (δείρη), αυτός που έχει μακρύ λαιμό, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''τᾰνᾰόδειρος:''' (тж. τᾱ) с длинной шеей ([[οἰωνός]] Arph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τᾰναό-δειρος, ον, [δείρη]<br />[[long]]-necked, Ar.
|mdlsjtxt=τᾰναό-δειρος, ον, [δείρη]<br />[[long]]-necked, Ar.
}}
}}

Revision as of 16:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰνᾰόδειρος Medium diacritics: ταναόδειρος Low diacritics: ταναόδειρος Capitals: ΤΑΝΑΟΔΕΙΡΟΣ
Transliteration A: tanaódeiros Transliteration B: tanaodeiros Transliteration C: tanaodeiros Beta Code: tanao/deiros

English (LSJ)

ον, long-necked, οἰωνοί Ar.Av.254,1394. [ταν- short by nature, but lengthd. in Ar. ll. cc. in dactylic verses.]

German (Pape)

[Seite 1066] langhalsig, οἰωνός, Ar. Av. 154. 1394.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au long cou.
Étymologie: ταναός, δειρή.

Russian (Dvoretsky)

τᾰνᾰόδειρος: (тж. τᾱ) с длинной шеей (οἰωνός Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

τανᾰόδειρος: -ον, ὁ μακρὰν δειρὴν ἔχων, «μακρολαίμης», οἰωνῶν... ταναοδείρων Ἀριστοφ. Ὄρν. 254, 1394, πρβλ. Κινησίαν 2. [ταν- βραχὺ φύσει, ἀλλὰ μυκήνεται ἐν τοῖς μνημονευθεῖσι χωρίοις τοῦ Ἀριστοφ. ἐν δακτυλικοῖς στίχοις].

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει επιμήκη, μακρύ λαιμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταναός «επιμήκης» + -δειρος (< δειρή «λαιμός, τράχηλος»), πρβλ. πολύ-δειρος].

Greek Monotonic

τᾰναόδειρος: -ον (δείρη), αυτός που έχει μακρύ λαιμό, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

τᾰναό-δειρος, ον, [δείρη]
long-necked, Ar.