κερατιστής: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἀθεεὶ ὅδ᾽ ἀνὴρ Ὀδυσήϊον ἐς δόμον ἵκει → this man does not come to the Odyssean palace without the will of the gods

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "ταῡρ" to "ταῦρ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κερατιστής]], ὁ (Α) [[κερατίζω]]<br />αυτός που χτυπά κάποιον με τα κέρατα («ἐὰν δὲ ὁ ταῡρος κερατιστὴς ᾖ», ΠΔ).
|mltxt=[[κερατιστής]], ὁ (Α) [[κερατίζω]]<br />αυτός που χτυπά κάποιον με τα κέρατα («ἐὰν δὲ ὁ ταῦρος κερατιστὴς ᾖ», ΠΔ).
}}
}}

Revision as of 16:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερᾱτιστής Medium diacritics: κερατιστής Low diacritics: κερατιστής Capitals: ΚΕΡΑΤΙΣΤΗΣ
Transliteration A: keratistḗs Transliteration B: keratistēs Transliteration C: keratistis Beta Code: keratisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, one that butts, LXX Ex.21.29,36.

German (Pape)

[Seite 1422] ὁ, der mit den Hörnern Stoßende, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

κερᾱτιστής: -οῦ, ὁ, ὁ κερατίζων, κτυπῶν διὰ τῶν κεράτων, ἄγριος, Ἑβδ. (Ἐξ. 21. 29, 36).

Greek Monolingual

κερατιστής, ὁ (Α) κερατίζω
αυτός που χτυπά κάποιον με τα κέρατα («ἐὰν δὲ ὁ ταῦρος κερατιστὴς ᾖ», ΠΔ).