Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φορμίς: Difference between revisions

From LSJ

Βουλόμεθα πλουτεῖν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Ditescere omnes volumus, at non possumus → Wir wollen alle reich sein, doch wir können's nicht

Menander, Monostichoi, 64
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ίδος (ἡ) :<br />petit panier, petite corbeille.<br />'''Étymologie:''' dim. de [[φορμός]].
|btext=ίδος (ἡ) :<br />petit panier, petite corbeille.<br />'''Étymologie:''' dim. de [[φορμός]].
}}
{{elru
|elrutext='''φορμίς:''' ίδος ἡ [demin. к [[φορμός]] плетенка, корзинка Arph., Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φορμίς:''' -[[ίδος]], ἡ, υποκορ. του [[φορμός]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''φορμίς:''' -[[ίδος]], ἡ, υποκορ. του [[φορμός]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''φορμίς:''' ίδος ἡ [demin. к [[φορμός]] плетенка, корзинка Arph., Arst.
}}
}}

Revision as of 16:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φορμίς Medium diacritics: φορμίς Low diacritics: φορμίς Capitals: ΦΟΡΜΙΣ
Transliteration A: phormís Transliteration B: phormis Transliteration C: formis Beta Code: formi/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, Dim. of φορμός, small basket, Ar.V.58, Alex.310; used for fishing, Arist.HA547a2.

German (Pape)

[Seite 1300] ίδος, ἡ, dim. von φορμός, Körbchen, Ar. Vesp. 58.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
petit panier, petite corbeille.
Étymologie: dim. de φορμός.

Russian (Dvoretsky)

φορμίς: ίδος ἡ [demin. к φορμός плетенка, корзинка Arph., Arst.

Greek (Liddell-Scott)

φορμίς: -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ φορμός, μικρὸν καλάθιον, Ἀριστοφ. Σφ. 58, Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 69· χρήσιμον εἰς ἁλιείαν, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15, 5· ― οὕτω φορμίσκος, ὁ, Πλάτ. Λῦσις 206Ε· «φορμίσκοι, καλαθίσκοι, πλεκτὰ ἀγγεῖα» Ἐτυμ. Μέγ. 798, 51· φορμίσκιον, τό, Πολυδ. Ζ΄, 173.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
1. υποκορ. φορμίον
2. πλεκτό αλιευτικό όργανο, είδος κύρτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φορμός «πλεκτό σκεύος, καλάθι» + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. πινακ-ίς)].

Greek Monotonic

φορμίς: -ίδος, ἡ, υποκορ. του φορμός, σε Αριστοφ.