χιμαιροβάτης: Difference between revisions

From LSJ

κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1356.png Seite 1356]] ὁ, der auf Ziegenfüßen geht, Pan, Leon. Tar. 34 (VI, 35).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1356.png Seite 1356]] ὁ, der auf Ziegenfüßen geht, Pan, Leon. Tar. 34 (VI, 35).
}}
{{elru
|elrutext='''χῐμαιροβάτης:''' ου adj. m козлоногий ([[Πάν]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />(ως [[προσωνυμία]] του Πανός) αυτός που βατεύει χίμαιρες, [[δηλαδή]] γίδες, ή, κατ' άλλους, αυτός που έχει πόδια γίδας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χίμαιρα]] <span style="color: red;">+</span> -[[βάτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>αἰγι</i>-[[βάτης]], <i>κυνο</i>-[[βάτης]].
|mltxt=ὁ, Α<br />(ως [[προσωνυμία]] του Πανός) αυτός που βατεύει χίμαιρες, [[δηλαδή]] γίδες, ή, κατ' άλλους, αυτός που έχει πόδια γίδας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χίμαιρα]] <span style="color: red;">+</span> -[[βάτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>αἰγι</i>-[[βάτης]], <i>κυνο</i>-[[βάτης]].
}}
{{elru
|elrutext='''χῐμαιροβάτης:''' ου adj. m козлоногий ([[Πάν]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 16:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῐμαιροβάτης Medium diacritics: χιμαιροβάτης Low diacritics: χιμαιροβάτης Capitals: ΧΙΜΑΙΡΟΒΑΤΗΣ
Transliteration A: chimairobátēs Transliteration B: chimairobatēs Transliteration C: chimairovatis Beta Code: ximairoba/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ου, Dor. -τας, ὁ, goat-mounter, or goat-footed, of Pan. AP6.35 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 1356] ὁ, der auf Ziegenfüßen geht, Pan, Leon. Tar. 34 (VI, 35).

Russian (Dvoretsky)

χῐμαιροβάτης: ου adj. m козлоногий (Πάν Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

χῐμαιροβάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, ὁ αἰγείοις ποσὶ βαίνων, ὁ πόδας ἔχων αἰγός, αἰγοπόδης, ἐπὶ τοῦ θεοῦ Πανός, Ἀνθολ. Παλατ. 6. 35.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(ως προσωνυμία του Πανός) αυτός που βατεύει χίμαιρες, δηλαδή γίδες, ή, κατ' άλλους, αυτός που έχει πόδια γίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χίμαιρα + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. αἰγι-βάτης, κυνο-βάτης.